Ο Κλόουν

Ο Κλόουν τράβηξε διστακτικά την τεράστια κουρτίνα του τσίρκου και κρυφοκοίταξε.

Κρυφοκοίταξε το τεράστιο κοινό που ανυπομονούσε για το νούμερό του.

Κοίταξε το παιδί που έτρωγε αδιάφορα το μαλλί της γριάς του, την μητέρα του δίπλα που προσπαθούσε να το συνετίσει, μια κυρία πιο δίπλα που φυσούσε την μύτη της όσο πιο σιγά μπορούσε και φαινόταν να ντρέπεται γι' αυτό,  ένα ζευγαράκι στις πίσω σειρές που φιλιόταν και φαινόταν να μην το ενδιαφέρει καν η παράσταση, έναν κύριο ακριβώς στο κέντρο ο οποίος κοίταζε συνεχώς το ρολόι του, και άλλους, δεκάδες άλλους.

Δεκάδες άλλους ανθρώπους, ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, ανθρώπους διαφορετικούς από αυτόν. Άνθρωποι αδιάφοροι, ευχάριστοι, χαμογελαστοί, λυπημένοι, χαλαροί, ανυπόμονοι, αγχωτικοί, ψύχραιμοι. Άνθρωποι όμορφοι, άσχημοι, έξυπνοι, ηλίθιοι, χοντροί, λεπτοί, ψηλοί, κοντοί. Άνθρωποι κάθε ηλικίας. Άνθρωποι κάθε "είδους".


"Πώς να είναι αυτοί οι άνθρωποι;" αναρωτήθηκε. Ήταν κάτι που αναρωτιόταν πριν από κάθε παράσταση. Ήταν μεγάλη του αναπάντητη απορία αυτή: ποιοί ήταν αυτοί οι άνθρωποι που έβλεπε κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 9 και κάθε Κυριακή στις 7; Ποιοί ήταν αυτοί που συναντούσε κάθε δύο βδομάδες και σε άλλη πόλη;

Κάθε φορά που έβγαινε στη σκηνή, κατά τη διάρκεια της παράστασής του, έριχνε κλεφτές ματιές παντού. Προσπαθούσε να παρατηρήσει στιγμιότυπα από το κοινό του, αντιδράσεις των ανθρώπων που τον παρατηρούσαν με τόσο ενδιαφέρον,  να καταλάβει τί σκέφτοναν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.

Ήθελε πολύ να τους γνωρίσει. Να τους γνωρίσει όλους, ή αν δεν γινόταν όλους τους περισσότερους από αυτούς. Να τους συστηθεί με το κανονικό του όνομα και όχι ως "Τόμπο", να τους πει λίγα πράγματα για αυτόν, για τις ανησυχίες του, για τα προβλήματά του, και όχι να σκοντάφτει μπροστά τους προκειμένου να τους κάνει να γελάσουν. Να τους πει κάτι δικό του που μόλις σκέφτηκε, και όχι άλλη μία ατάκα του προγράμματός του.Ναι, αυτό ήθελε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Μια φορά θυμόταν, κατά τη διάρκεια ενός κόλπου, είχε πέσει κάτω και είχε χτυπήσει άσχημα. Για λίγο ξέχασε το χαμόγελό του, για λίγο έγινε ο εαυτός του. Έγινε ο εαυτός του εκεί, στην μέση της σκηνής που έσφιγγε τα δόντια του για να μην ουρλιάξει από τον πόνο. Με δάκρυα στα μάτια, κοίταξε το κοινό του, και είδε την αποδοκιμασία στα βλέμματά τους. Στα πρόσωπά τους φάνταζε ως "χαλασμένος", ως ένα αντικείμενο που είχε χάσει την αξία τους.

Όταν ήρθαν κάποιοι του τσίρκου και τον μετέφεραν έξω από την σκηνή, είδε τους ανθρώπους απογοητευμένους που η παράσταση διεκόπη, να βλαστημούν και να ζητούν τα χρήματά τους πίσω.
Ακόμη κι έτσι, είχε την ελπίδα ότι κάποιος έστω και τυχαία, καθώς βγαίνει θα περάσει δίπλα από τα παρασκήνια και θα τον δει. Θα τον ρωτήσει τί έχει και θα ενδιαφερθεί να μάθει αν είναι καλά. Ακόμη κι έτσι, ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να μιλήσει σε έναν άνθρωπο εκτός παράστασης, να συζητήσει μαζί του χωρίς μακιγιάζ.

Αλλά μάταια. Κανείς δεν ήρθε, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Είδε τους ανθρώπους έναν έναν να φεύγουν από το τσίρκο χωρίς κανείς να κοιτάξει προς το μέρος του.


Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του, ο κλόουν ξεφύσηξε, και βγήκε στη σκηνή. Οι προβολείς τον έλουσαν με φως και το κοινό χειροκρότησε δυνατά.

Ναι, ήταν ο Τόμπο, ήταν κλόουν και καθήκον του ήταν να διασκεδάσει το κοινό του για 15 λεπτά. Όπως και κάθε φορά.

Comments

  1. Πολύ όμορφο το κείμενο για τον κλοουν!!!!

    ReplyDelete
  2. Άλλη μία λυπητερή ιστορία για τους κλόουν.

    ReplyDelete

Post a Comment