Τηλεφωνικός Κατάλογος

Ξεφύλλισε τις σκονισμένες σελίδες του τεράστιου καταλόγου, εκείνου που πάνω στην χάρτινη σάρκα του είχε χαραγμένες τις αναμνήσεις των τελευταίων είκοσι χρόνων της ζωής του.

Ναι, πλέον υπήρχαν κινητά και τάμπλετ και ηλεκτρονικά σύννεφα, και ένα σωρό πολύπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές, μα ,εκείνος, επέμενε -αγύριστο κεφάλι καθώς ήταν πάντα- με έναν εμμονικό και σχεδόν τελετουργικό τρόπο, να σημειώνει, σ'εκείνον τον ξεφτυσμένο και πολυκαιρισμένο  -σαν τη ζωή του την ίδια- κατάλογο, κάθε άνθρωπο που περνούσε από τη ζωή του.

Έβαλε τα γυαλιά του, βούτηξε το δάχτυλο στο σάλιο του, χώθηκε στις σελίδες με τις αναμνήσεις, και άρχισε με προσοχή, να ξεδιαλέγει τα τηλέφωνα που άρμοζαν στην ημέρα.
Δίπλα του, τα τελευταία είκοσι χρόνια, εκείνη, με το δάχτυλο προτεταμένο να του υποδεικνύει τυχόν αριθμούς που είχε παραλείψει.

Γύρισε και την κοίταξε:  και συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν παρέμενε ίδια. Άλλοτε, του φαινόταν ίδια και απαράλλακτη, όπως ακριβώς την μέρα που έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Άλλοτε του φαινόταν εμφανώς γερασμένη, όχι μόνο είκοσι, αλλά και τριάντα και σαράντα χρόνια. Άλλοτε,για λίγα δευτερόλεπτα,λίγα κλάσματα δευτερολέπτου, είχε την αίσθηση ότι ήταν εντελώς άγνωστη. Ένα ξένο σώμα σε ξένο χώρο. Όπως ξένος ήταν κι αυτός. Τα τελευταία 20 χρόνια.

"Είκοσι χρόνια", σκέφτηκε.

Είκοσι χρόνια επιλογή των κατάλληλων τηλεφώνων, και είκοσι χρόνια "χρόνια πολλά σε σένα την οικογένειά σου,τι κάνετε, ναι, ναι και μας ο μεγάλος μόλις τελείωσε, ο μικρός όχι τόσο καλά, ναι, είναι λίγο άρρωστος μωρέ, ναι, αυτές οι παιδικές αρρώστιες θερίζουν, ναι, τον Ιούνιο παντρεύεται, καλή εποχή, ναι, το περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή, άντε και στα δικά σας, συλλυπητήρια, λυπάμαι πολύ" .

Και είκοσι χρόνια το μελάνι στον κατάλογο να ξεθωριάζει, είκοσι να πουλήσει το δυάρι στην Κυψέλη, να αγοράσει μεγαλύτερο σπίτι, πεντάθυρο αυτοκίνητο, είκοσι χρόνια να δανειστεί, να δανειστεί για να ξεχρεώσει το δάνειο, είκοσι χρόνια δύο πλάσματα που δεν κατάλαβε πως στο καλό βρέθηκαν εκεί μα του μοιάζαν εκπληκτικά να τριγυρνάνε και να σπάνε βάζα που θα ορκιζόταν ότι πρώτη φόρα τα έβλεπε στη ζωή του,είκοσι χρόνια να αντικρύζει μια γυναίκα που ένιωθε, θα ορκιζόταν ότι ήξερε, αλλά και πάλι ποια ήταν αυτή;


Και καθώς αντίκρυζε, αυτή την γνωστή ξένη, σκέφτηκε ότι θα ήθελε τόσο πολύ, θα ήθελε τόσο πολύ να βάλει φωτιά σ'εκείνο τον γαμημένο κατάλογο, να καταφέρει, να καταφέρει να κάνει το χρόνο να γυρνάει πίσω, και κάθε λεπτό να ξανανιώνει, και να γυρίσει πίσω, τότε που το μελάνι στον κατάλογο δεν είχε ξεθωριάσει, τότε που δεν υπήρχε μελάνι, τότε που δεν υπήρχε κατάλογος, τότε που οι άνθρωποι ήταν σάρκα και οστά,και αισθήσεις, και συναισθήματα, και όχι άψυχα ονόματα σε μια σελίδα χαρτί, να διαλέξει ένα από αυτά στην τύχη, και να το σκάσουν σε κάποιο αχαρτογράφητο νησί, και όλοι γύρω του να αναρωτιούνται, να αναρωτιούνται που στο διάολο εξαφανίστηκε ο Τάκης και πως στο καλό, πώς στο καλό ένας άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γυρνάει πίσω το χρόνο.

Το σκέφτηκε, χαμογέλασε, κοίταξε τον αριθμό που του υποδείκνυε το προτεταμένο δάχτυλο δίπλα του, και τον κάλεσε.

"Χρόνια πολλά σε σένα και την οικογένειά σου", είπε.




Comments