O κύριος Νίκος

Τον κύριο  Νίκο τον είδα μία και μοναδική φορά, σ'ένα λεωφορείο στο κέντρο της Αθήνας.Τον είδα αλλά δεν τον γνώρισα, και μάλλον δεν θα τον γνωρίσω ποτέ μου. Για την ακρίβεια, δεν μιλήσαμε καν.
Έμαθα το όνομά του από την επιμονή της προσφώνησής του από τη γυναίκα του, που κάθε που άδειαζε κάποια θέση τον φώναζε να κάτσει και συγκράτησα την φυσιογνωμία του από την εξίσου επίμονη απάντηση σου: "Δεν θέλω μωρέ...".

Ο κύριος Νίκος στεκόταν όρθιος ανάμεσα σε δεκάδες όρθιους, έχοντας σφιχταγκαλιάσει ένα στύλο και κάνοντας σε να πιστεύεις ότι σε κάποια απότομη στροφή ή τράνταγμα, θα γλιστρούσε και θα έπαυε να υπάρχει, έτσι φυσιολογικά και ήρεμα. Ανάσα που βρωμούσε, βαθιά και αργή, τόσο αργή που στο τέλος κάθε μιας έλεγες ότι θα είναι και η τελευταία του,  λευκά μαλλιά λιγοστά όσο και γένια, και μάτια, κάτι μάτια...

Μάτια διάπλατα ανοιχτά, υγρά, και ένα βλέμμα τρομαγμένο. Ένα βλέμμα που δεν μπορούσε παρά να σε κάνει να αναρωτηθείς: Τί μπορεί να τρομάζει κάποιον που έχει δει όλα τα άσχημα του κόσμου;

Δεκέμβρης '44, Μάης '68,  Πολυτεχνείο '73,'81, '91...  Ιστορίες που πάντα έμεναν στη μέση.

Και τον έβλεπα, να κάθεται εκεί, σφιχταγκαλιάζοντας το στύλο, τόσο αδύναμος αλλά και τόσο περήφανος ταυτόχρονα, να απαντάει κάθε λίγο  επίμονα "Δεν θέλω μωρέ..." στην εξίσου επίμονη προσφώνηση του ονόματός του από τη γυναίκα του.

Τον έβλεπα και φανταζόμουν τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του, όπως περνούσαν τώρα τα δέντρα στην άκρη του δρόμου. Και, ταυτόχρονα, περνούσε και από τα δικά μου μάτια. Λαθραίος θεατής σε μια ταινία άλλου.

Τον έβλεπα με κοντό παντελονάκι, να κλωτσάει ξυπόλητος μια σκισμένη δερμάτινη μπάλα, με ξυρισμένο γεμάτο γρατζουνιές κρανίο να κρατάει μια ταμπέλα που με τεράστια γράμματα γράφει "ΤΕΝΤΗΜΠΟΗΣ", σκύβοντας να κρατεί το πηλοφόρι καθώς ανεβαίνε μια σκαλωσιά γιατί λεφτά να σπουδάσει δεν έιχε,  ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε μια ματωμένη σημαία κάτω από ένα σύνθημα "ΕΞΩ ΟΙ ΗΠΑ", πανηγυρίζοντας ψεύτικες ελπίδες, και ύστερα να τον διώχνουν με παλούκια που 'χαν κόκκινες σημαίες από κάποια κατάληψη, να απογοητεύεται, να θέλει να ανοίξει η γης να τον καταπιεί, να ανασκουμπώνεται, να κάνει να γελάσει, να κλαίει, να προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά τα πόδια του να μην αντέχουν μετά από 30 χρόνια οικοδομή, να ερωτεύεται; Είχε άραγε χρόνο για τον έρωτα;

Και τώρα;

Τώρα τον έβλεπα να παρατηρεί τη σύνταξή του να κόβεται ξανά και ξανά, σε χίλια μικρά κομματάκια, να βλέπει γυμνά εμπορευματοποιημένα κορμιά γυναικών και αντρών να εκπέμπουν 3 φορές την ημέρα μετά από κάθε γεύμα, σαν φάρμακο που καταπολεμά τη νόηση, να ακούει έναν τσαρλατάνο βιβλιοπώλη να του τρυπάει τα αυτιά υποδεικνύοντάς τον ως αιτία για την καταστροφή της χώρας, να παρατηρεί, να ακούει, να βλέπει, να παρατηρεί...

Και τα μάτια του να μένουν υγρά, ανοιχτά διάπλατα και τρομαγμένα.

Τον έβλεπα και αναρωτήθηκα: άραγε να είχε καταφέρει να κάνει περιουσία; Να είχε παιδιά; Να είχε καταφέρει να αγοράσει έστω σπίτι που τώρα άφησε σε κάποιο από τα παιδιά του;

"Μπα, εκείνοι δεν έκαναν ποτέ περιουσία", απάντησα στον εαυτό  μου γρήγορα. Μόνο την περηφάνεια τους είχαν. Και έπειτα, τί νόημα θα είχαν όλα αυτά; Σάμπως δεν ήταν μάταια; Σάμπως αυτός δεν θα πέθαινε σε λίγα χρόνια, ίσως και μήνες ακόμη; Σάμπως δεν θα πεθαίναμε όλοι μας;



Οι απαντήσεις μου στα ερωτήματα της ζωής του κύριου Νίκου και της δικής μου, δεν πρόλαβαν να δοθούν, μιας και είχε φτάσει η στάση μου.

Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, γύρισα και κοίταξα τα ανοιχτά υγρά μάτια του κύριου Νίκου. Και ήλπισα, κάποια μέρα να καταφέρει, να καταφέρουμε, να δώσουμε τέλος σε όλες εκείνες τις ιστορίες που είχε αφήσει στη μέση, ώστε εκείνα τα μάτια να κλείσουν ήρεμα, επιβαιώνοντας την προοικονομία ετούτης της ιστορίας.



Comments