Πρότυπα ομορφιάς

Koίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Ύστερα ρούφηξε το στομάχι του. Πάντα είχε ανασφάλειες. Για το είδωλό του. Για τον εαυτό του. Για την ίδια του τη ζωή.

Κοίταξε την ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο. Ένας νεαρός εργάτης με μουντζουρομένο πρόσωπο ποζάρει μπροστά από μια πελώρια μηχανή. Το μυαλό του ανατρέχει στο παρελθόν. Ένα παιδί με γυαλιά μυωπίας γράφει, σβήνει, ξαναγράφει, παλεύει με το χρόνο. Σε μια αίθουσα σχολείου το πρωί. Σε ένα δωμάτιο τη νύχτα. Πάνω από φύλλα χαρτί, κιτρινισμένες σημειώσεις, ξεφτισμένα τετράδια. Πίσω από μια διορία.  Το μυαλό του ανατρέχει στο παρόν. Στο μέλλον (;). Ένας νεαρός με γυαλιά μυωπίας πίσω από μια οθόνη υπολογιστή, γράφει, σβήνει, ξαναγράφει, παλεύει με το χρόνο, σε ένα μικροσκοπικό γραφείο το πρωί. Σε ένα δωμάτιο τη νύχτα. Πάνω από λογαριασμούς. Πάντα πίσω από μια διορία.

"Έλα, τι κάνεις τέτοια ώρα, θα γυρίσεις στο κρεβάτι;" Μια γυναικεία νυσταγμένη φωνή από το κρεβάτι διακόπτει ναζιάρικα το νοητικό του ταξίδι στο χωροχρόνο.  Καθώς εκπληρώνει την παράκλησή της, την κοιτάει. Γυμνή και πανέμορφη, με εκείνο το αθώο ξέγνοιαστο βλέμμα.
Πάντα ζήλευε την αθωότητά της, τη ζωντάνια της, την έλλειψη κάθε έγνοιας που τη χαρακτήριζε. Ίσως έφταιγε το νεαρό της ηλικίας της, σκεφτόταν. Όχι της σωματικής, μιας και ως προς αυτή ήταν συνομήλικοι. Αλλά της πνευματικής.
 Ναι, έπρεπε επιτέλους να το παρει απόφαση. Ο μεγαλύτερός του φόβος είχε γίνει πραγματικότητα. Είχε γεράσει πριν την ώρα του.

"Τί σκέφτεσαι;" τον ρωτάει η γυμνή γυναίκα δίπλα του. "Τίποτα" δίνει τη συνηθισμένη ανάμεσα σε ζευγάρια απάντηση.
Κοιτάει την ασπρόμαυρη φωτογραφία του εργάτη. Ύστερα το είδωλό του στο καθρέφτη. Προσπαθεί να της χαμογελάσει κρύβοντας τα στραβά δόντια του.

"Έλααα, πες μου τι σκέφτεσαι". Η γυναικεία φωνή ξαναδιακόπτει τη σκέψη του.

Εκείνος αμίλητος, συνεχίζει να  χαζεύει την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένας μουντζουρομένος εργάτης ποζάρει μπροστά από μια πελώρια μηχανή.
Ένας νεαρός με γυαλιά μυωπίας ποζάρει πισω από μια οθόνη υπολογιστή, μπροστά από έναν καθρέφτη.  Ένας. Μία. Ένα.
 Η ζωή του. Η ζωή της. Η ζωή τους. Η ζωή μας.


"Έλααα, δεν θα μου πεις;". Αντί  απαντησης, της δίνει ένα φιλί. Και ένα απαλό χάδι στο μάγουλό της παρατηρώντας τα κόκκινα χείλη της και την χαρακτηριστική της ελιά πάνω από αυτά. Της χαμογελάει, πάντα κρύβοντας τα δόντια του. Εκείνη του μουτρώνει. Η απάντηση που της έδωσε μάλλον δεν της αρκεί.
"Έλαα, πες μοουουου", διαμαρτύρεται.
"Ελπίζω κάποτε να καταλάβεις", της λέει τελικά.

Είναι ειλικρινής.
Βαθιά μέσα του, όντως ελπίζει κάποτε να καταλάβει. Να καταλάβουν. Να καταλάβουμε.

Με τη σκέψη αυτή, αφήνει τα γυαλιά μυωπίας του στο κομοδίνο και αποκοιμιέται.

Comments