Μηχανόβιος

"Τότε ακούγαμε Led Zeppelin. Είχαμε όλοι μακριά σγουρά μαλλιά.", είπε και άγγιξε το σημείο από το οποίο κάποτε ξεπρόβαλλαν τα δικά του μακριά σγουρά μαλλιά. Η έλλειψή της  άλλοτε περήφανης χαίτης μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τουλάχιστον δύο αισθήσεις.
"Όποιος δεν είχε μακριά μαλλιά, ήταν..."
"Φλώρος;" ολοκλήρωσα την φράση.
"Ακριβώς", απάντησε ο πρώην μακρυμάλλης. "Τότε καβαλούσαμε μια μηχανή, και ο κόσμος, ολόκληρος ο κόσμος, μας άνηκε. Μπορείς να το φανταστείς;" είπε και έκανε τα χέρια του σα να μαρσάρει.

Έμεινα να τον παρατηρώ για λίγο. Τα μάτια του έλαμπαν. Ο ενθουσιασμός του μου άσκησε μια περίεργη έλξη. Και προσπάθησα να απαντήσω στην ερώτησή του.
Τον φαντάστηκα, καβάλα σε μια πελώρια μηχανή, με επίσης πελώρια φουντωτή χαίτη και ολόχρυση κορώνα στο κεφάλι του, να μαρσάρει πάνω σε έναν απέραντο δρόμο, να μαρσάρει, να μαρσάρει, να επιταχύνει τόσο που να αγγίζει την ταχύτητα του φωτός, και ο δρόμος να μην τελειώνει ποτέ, και εκείνος με την μηχανή του να είναι ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στο δρόμο, στον άπειρο δικό του κόσμο...

"Τελικά πώς να τα πάρουμε;" ρώτησα, επιλέγοντας να διακόψω την ονειροπώλησή μου για χάρην της οικονομικής επιβίωσης τόσο της επιχειρήσεως "Κομμώσεις - Ο Ανδρέας" όσο και της δικής μου.
Στο άκουσμα της ερώτησης το βλέμμα του παλαίμαχου μηχανόβιου θάμπωσε ξαφνικά. Λες και του 'χες πατήσει ένα εσωτερικό "off". Μια βίαιη επαναφορά στην πραγματικότητα.

Μου υπέδειξε τις προτιμήσεις του σχετικά με το μήκος των λίγων θλιβερών τριχωτών απομειναριών του ένδοξου παρελθόντος. Βάρεσα μια νοητική προσοχή προς τιμήν της αφοσίωσης των πιστών μαλλιαρών φαντάρων που έμεναν στο πεδίο της μάχης παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος είχε χαθεί.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά η δουλειά μου είχε τελειώσει. Ο ονειροπώλος πελάτης επιβεβαίωσε το πετυχημένο αποτέλεσμα με τουλάχιστον δύο αισθήσεις. Αν και,  για να λέμε την αλήθεια, η ίδια η φύση είχε ολοκληρώσει τη δουλειά μου σε μεγάλο βαθμό κάμποσα χρόνια πριν: η προνοητικότητα της φύσης που λένε.

"Άντε μπαμπά, τί γίνεται; Τελειώνετε; Μας περιμένει η μαμά!", ακούστηκαν διαμαρτυρίες προν τον ηττημένο στρατηγό από τον καναπέ του κομμωτηρίου. Έριξα ένα γρήγορο χαμόγελο στην μικρή θηλυκή πηγή της διαμαρτυρίας, ευχήθηκα τα πανέμορφα ξανθά μαλλιά της να μην έχουν την ίδια άσχημη μοίρα των μαλλιών του πατέρα της, είπα την τιμή στον τελευταίο, εκείνος μάλλον θεώρησε πολλά τα λεφτά σχετικά με τη δουλειά που έριξα - δεν τον αδικούσα- με πλήρωσε ανόρεκτα, έδωσα τα ρέστα, ανταλλάξαμε τυπικές κουβέντες, και τους άνοιξα την πόρτα για να φύγουν.

Καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω τους, παρατήρησα τον πρώην ροκά - ας τον λέμε Κώστα από δω και στο εξής- να απομακρύνεται με την μικρή του κόρη.
Εκείνος, κοίταξε με την άκρη του ματιού του τα μηχανάκια που ήταν παρκαρισμένα κάθετα στο πεζοδρόμιο, ύστερα κοίταξε το κοριτσάκι που κρατούσε στο δεξί του χέρι, κοντοστάθηκε και άγγιξε την πλέον ένδοξη φαλάκρα του.
"Kαβαλούσαμε μια μηχανή και κόσμος μας άνηκε..."
, ψέλλισε.
Ύστερα, πατέρας και κόρη μπήκαν σ' ένα μπλε στέησον βάγκον και χάθηκαν, αυτή τη φορά  σ'έναν πλήρως πεπερασμένο δρόμο.

ΥΓ: Και τώρα ίσως θα αναρωτιέσαι φίλε αναγνώστη,γιατί επέλεξα να βαφτίσω τον πρωταγωνιστή της ιστορίας Κώστα πάνω που η ιστορία τελείωνε και δεν θα χρειαζόταν να τον ξαναναφέρω ποτέ. Ίσως πάλι στ'αρχίδια σου. Έτσι είναι η τέχνη μάγκα μου.


Comments