Καθυστερήσεις

"Ρε άντε μου στο διάολο!".

Έτσι τελειώνει μια  - ωραία; - ιστορία. Ή αρχίζει ένα άγριο - ωραίο ; - σεξ.

Βέβαια το δεύτερο συμβαίνει μόνο στις ταινίες.
Άρα, τελικά, με αυτή τη φράση τελειώνει μια - ωραία ;- ιστορία.


Αυτά σκεφτόταν πάνω - κάτω ο Γιάννης, με ποικίλες αναδιατυπώσεις και συνώνυμα της φράσης καθώς περίμενε στη βροχή, βρεχόμενος και καπνίζοντας ένα τσιγάρο που βρεχόταν καπνιζόμενο.

Η κακή του διάθεση δεν του είχε επιτρέψει καν να σκεφτεί να φέρει από το αμάξι την ομπρέλα του.
Το τσιγάρο πάλι το είχε σκεφτεί αλλά λόγω της των εκ γενετής χαρακτηριστικών του δεν είχε καταφέρει να κάνει πράξη την σκέψη του.

Πάνω που είχε στερέψει από συνώνυμα και τρόπους να πει την ίδια φράση, είδε το φως της απέναντι πολυκατοικίας να ανάβει: σημάδι ότι κάποιος έβγαινε από το διαμέρισμά του.
Και αν ήταν τυχερός, θα ήταν αυτός ο κάποιος που περίμενε.

Με τύχη που αν είχε παίξει Στοίχημα θα έπιανε 2 - 3 παιχνίδια αλλά τελικά το δελτίο θα πήγαινε κουβά, ο καποιος που περίμενε βγήκε τελικά μετά από κανά εικοσάλεπτο. Ακριβώς πάνω στη στιγμή που τέλειωνε το τρίτο του τσιγάρο, που σε αντίθεση με το πρώτο δεν είχε σκεφτεί να φέρει ομπρέλα.

Ο Γιάννης έσβησε το τσιγάρο τρίβωντάς το στη βρεγμένη άσφαλτο, το τσιγάρο σβήστηκε τριβόμενο, ο Γιάννης γύρισε το βλέμμα του και το βλέμμα του με τη σειρά του παρατήρησε αυτό τον κάποιο που ερχόταν προς το μέρος του.

Ή μάλλον, αυτή την κάποια.

Αυτή η κάποια, η Άννα, ήταν η ιστορία του.

Ωραία ιστορία;

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση, κάθε περίοδο διέφερε, όπως συνέβαινε συνήθως με όλες  του τις ιστορίες. Εκείνη την μέρα στα αλήθεια δεν ήξερε ποιά ακριβώς ήταν.

Το κεφάλι του είχε δουλέψει υπερωρίες ειδικά για να δώσει αυτή την απάντηση σε σημείο που ένιωθε τα νεύρα του στα πρόθυρα απεργίας για διεκδίκηση ανθρώπινων συνθηκών εργασίας, μα τα αποτελέσματα δεν ήταν καλύτερα από τα αποτελέσματα μιας έρευνας στα θεωρητικά μαθηματικά: πολλές σελίδες γεμάτες γράμματα και αριθμούς, πλήρως ακαταλαβίστικες για τον μέσο άνθρωπο.

Έτσι, ο Γιάννης, ως μέσος ποδοσφαιριστής, είχε τσαλακώσει αυτές τις σελίδες, τις είχε πετάξει στα σκουπίδια του εγκεφαλου του, κάπου δίπλα στις διαφημίσεις της Q, και είχε αντικαταστήσει την απάντηση με κάποια παράφραση της φράσης: "Ρε άντε μου στο διάολο!". Γεγονός που μπορούσε να σημαίνει μόνο δύο πράγματα. Το τέλος της ιστορίας. Ή την αρχή ενός άγριου σεξ.

Ο Γιάννης όμως, όπως και στην αρχή του κειμένου, έτσι και σε αυτό το σημείο του, ήξερε πολύ καλά πως μιας και δεν είχε καταφέρει να γίνει ηθοποιός παρά τη δεκαετία που είχε κλείσει σε φοιτητική θεατρική ομάδα της σχολής του- αυτή η φράση μάλλον ήταν η αρχή του τέλους της ιστορίας του.

"Γειά" του είπε η Άννα. Ο χαιρετισμός, το ύφος της, η στάση του σώματός της, το βλέμμα της, η τοποθέτηση μέχρι και του πιο μικροσκοπικού μορίου σκόνης πάνω της, ήταν η επιβεβαίωση των χειρότερων υποψιών του Γιάννη.

Η εμφάνισή της μπροστά του αποτέλεσε το σινιάλο για όλες τις παραφράσεις, τα συνώνυμα, τις διατυπώσεις των λέξεων ρε, άντε, μου, στο, διάολο, που είχε σκεφτεί την ώρα που περίμενε. Σαν σε αγώνα δρόμου, προσπάθησαν η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί να κάνουν νέο ρεκόρ στην απόσταση εγκέφαλος - στόμα. Σαν σε τελικό ποδοσφαίρου που χανόταν στις καθυστερήσεις προσπάθησαν όλες απεγνωσμένα να βάλουν γκολ, με αποτέλεσμα μια εντυπωσιακή νοητική έκρηξη και απόλυτη καταστροφή των λέξεων και των σκέψεων.

Έτσι μετά την παύση και τα συντρίμια της έκρηξης, την κατάσταση έσπευσε να σώσει η αναπληρωματική απάντηση που έμπαινε συχνά στο παιχνίδι τελευταία, λόγω των πολλών τραυματισμών των πιο τρυφερών λέξεων στις τελευταίες αγωνιστικές:

"Γειά...",

συνέχισε σε χαλαρούς ρυθμούς το παιχνίδι ο Γιάννης.

Όλα τα προγνωστικά έδιναν ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο. "Γκολ από τα αποδυτήρια", όπως έλεγε τόσες ώρες από μέσα του. Η φράση που σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν από την αρχή του κειμένου, αυτή που πάσχιζε να μπει στο παιχνίδι έστω και για ένα λεπτό, άλλωστε, δεν μπορούσε παρά να είναι η αρχή. Του τέλους.

Αλλά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη, ο Γιάννης έπιασε την Άννα αγκαζέ.

Γιατί ο Γιάννης ήταν ένας μέσος αμυντικός ποδοσφαιριστής.
Και  ήξερε ότι έπρεπε να παίξει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν γινόταν να κάνει αλλιώς.

Όπως όταν ένας αγώνας τελειώνει και εσύ ξέρεις ότι θα χάσεις, και βλέπεις τα δευτερόλεπτα να περνάνε ένα - ένα και το παιχνίδι να είναι λήγει 0 - 3, και παρατηρείς τον διαιτητή να σφίγγει τη σφυρίχτρα του, αλλά εσύ συνεχίζεις να παίζεις με πάθος. Από συνήθεια. Ή από εκείνη την ηλίθια ηλίθια φίλαθλη ελπίδα του ΠΑΟΚτζη που επιμένει να υπάρχει αν και διαψεύδεται  σε κάθε ματσ.

Ο Γιάννης, λοιπόν, έπιασε την Άννα αγκαζέ, και περπάτησαν μαζί, για εκείνες τις τελευταίες ώρες, για εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα των καθυστερήσεων.


Comments