Οι άνθρωποι του τρένου

Οι άνθρωποι βιάζονται στο τρένο.

Το άνοιγμα της πόρτας είναι το φανταστικό εναρκτήριο λάκτισμα ενός αγώνα δρόμου, ενός αγώνα δρόμου που φαίνεται μικρός και ασήμαντος, μα στην πραγματικότητα είναι μάλλον – τι μάλλον, το δίχως άλλο- επιβίωσης.
Με το άκουσμα του ήχου των φρένων, της μελιστάλαχτης ανακοίνωσης της επόμενης στάσης, οι "δρομείς" ετοιμάζονται.

Κάνουν ένα, δύο, τρία βήματα, μπροστά, σπρώχνουν, στριμώχνονται, στριμώχνουν, προσπαθούν  έστω, έστω και ένα χέρι, ένα δάχτυλο, έστω εκείνο το μικρό, ή το κεφάλι, το κεφάλι ζουλιέται, μην το βλέπεις που έχει κρανίο, ζουλιέται κι άλλο, να!

Συγγνώμη, θα κατεβείτε, συγγνώμη θα ανεβείτε, συγγνώμη να περάσουμε, συγγνώμη να προσπεράσουμε, συγγνώμη μήπως να-”

Η επιθυμία του κέρδους λίγο ακόμη χρόνου, του χρόνου, πιο πολύτιμου και από το χρήμα, αυτά τα δύο τρία δευτερόλεπτα, οι δυο τρεις μήνες, τα δυο – τρία χρόνια,
να βγεις πρώτος από το βαγόνι, να βγεις πρώτος από τη σχολή, να τελειώσεις πρώτος το στρατό, να βρεις πρώτος δουλειά, να, να, να,
να, ο Γιάννης της Μαρίας παντρεύτηκε, εσύ πότε;

Εμένα πάλι, στα τρένα μ'αρέσει να στέκομαι.
Τη σήμερον ημέρα, είναι και αυτό μια κάποια ασφάλεια.

Τις σκέψεις μου ξαφνικά διακόπτει. Μια στάση. Μια φωνή ενός κυρίου γύρω στα πενήντα. Με χαρτοφύλακα και κουστούμι. Φαίνεται να έχει περάσει όλη του τη ζωή βιαστικός.

-Συγγνώμη, μήπως θα-
-Συγγνώμη, δεν γαμιέστε λίγο;


Αφήνοντας το κύριο με τον χαρτοφύλακα εμβρόντητο, κατεβαίνω από το τρένο.
Κοίταω προσεκτικά τα βαγόνια, ψάχνοντας για ανθρώπους που να στέκονται.

Όσο υπάρχουν αυτοί, υπάρχει ελπίδα. 


Comments