Χειμώνας vol. 2

Μαλλιά χυμένα,
ανακατεμένα,
ξεραμένο αλάτι,
γεύση και οσμή,
κάπου, κάπου,
λίγα κομμάτια από αρμυρίκι,
εφήμερο απόκτημα της καλοκαιρινής
ανεμελιάς.

Ένα βλέμμα που θυμίζει θάλασσα,
ήλιοι ολόκληροι, διάπλατοι, τα μάτια της,
να φωτίζουν εκείνο το μικρό κομμάτι της ανθρωπότητας
που είχε την τύχη να στέκεται γύρω της,
και να του δίνουν ζωή.

Όταν έσβηνε τα μάτια της, πέθαινε,
μαζί της πέθαινε και ο κόσμος,
κι ύστερα,  την επόμενη μέρα,
ξαναγεννιόταν, και μαζί της, ξανά,
ξεκινούσε η ζωή.

Ο κύκλος της ευτυχίας.

Κορμί, σφουγγάρι πορώδες,
έτοιμο να απορροφήσει,
κάθε άγγιγμα,
κάθε στιγμή,
κάθε εμπειρία,
κάθε συναίσθημα.

Να το αφομοιώσει,
να το κάνει δικό του,
κι ύστερα με εκείνη την ολότελα παράξενη μνήμη του σώματος,
να το αναβιώσει,
εάν και εφόσον το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Πασχαλιά, άνοιξη, ευτυχία,
μοσχοβολούσε,
άρωμα της νεότητας,
εκείνης της διαρκούς αμφισβήτησης,
της ανίκητης διάθεσης της συνεχούς μάθησης,
της εσωτερικής αχαλίνωτης δύναμης,
που της προσέδιδε εκείνη η αδικαιόλογητη  πεποίθηση ότι είναι αθάνατη.

Και όμως, κάποτε έφτασε ο χειμώνας.

Η θάλασσα φουρτούνιασε, και σκοτείνιασε,
είκοσι χρόνια νύχτα,
ο ήλιος παρέδωσε ανόρεχτα τη θέση του στο φεγγάρι.

Ακριβά τετράγωνα τζάμια κάλυψαν τους δυο της ήλιους,
προσδίδοντας την απαιραίτητη σοβαρότητα.
και κρύβοντας την τοπική βροχή που έπεφτε με μεγάλη συχνότητα.

Οι πόροι του σώματος κρύφτηκαν κάτω από ταγιέρ και επίσημα πουκάμισα,
λεπτά υφάσματα κάλυπταν κάθε νευρώνα και κάθε ανθρώπινη απόληξη,
η ανεξέλεγκτη γλώσσα δαμάστηκε από κάθε είδους Bsc, Msc, ΜBA.
χιλιάδες πιστοποιήσεις από τυχαίους αξιολογητές,
που βεβαίωναν μια κάποια ανάξια αξία.

Όλη η γνώση σ'έναν χαρτοφύλακα κλείστηκε,
όση χωρούσε τουλάχιστον,
κάποια τμήματά της κρίθηκαν άχρηστα και πετάχτηκαν:
πώς δίνεται η αγάπη,
πώς βιώνεται ο έρωτας,
τί θα πεί λύπη,
πόνος,
επιθυμία,
ελευθερία,
έμπνευση.

Έννοιες ανούσιες για τον σύγχρονο άνθρωπο
,καταλαβαίνετε,
καθώς οι χαρτοφύλακες πρέπει να είναι ελαφρείς και μεταφερόμενοι,
η γνώση να επιλέγεται, να ελέγχεται, και να παραδίδεται,
εντός ορίων και χρονικών πλαισίων.

Και κάπως έτσι,
χιόνισε στα κάποτε αλατισμένα της μαλλιά,
κι ο κύκλος της ζωής διακόπηκε,
φτάνοντας σ' εκείνο το σημείο που δεν ενώνεται με κανένα στη συνέχεια.

Η ζωή τέλειωσε σε μια νυχτιά,
διανύοντας τα τελευταία της δευτερόλεπτα, μήνες, χρόνια,

με μία διαρκή μα ανομολόγητη νοσταλγία,

για το καλοκαίρι.




Comments