Το μαγκαλάκι

"Τρεις κι εξήντα, τρεις κι εβδομήντα, τρεις κι ογδόντα...".
Μετρούσε τα ευρώ όπως μετρούσαν τις δραχμές παλιά.

"Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν" θα έλεγε ο αδερφός της, αν ήταν ακόμη εκεί.
Κοίταξε το, αδειανό πλέον, κρεβάτι του. Κοίταξε και τα υπόλοιπα αδειανά κρεβάτια. Της γιαγιάς, του πατέρα της, της μητέρας της, της αδερφής της.
Πού είχαν πάει όλοι; Άλλοι νεκροί, άλλοι διασκορπισμένοι σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης.
 Δεν είχε σημασία.

"Οι οικογένειες έρχονται και χάνονται γρήγορα" έλεγε κάποτε η γιαγιά της. Ήξερε εκείνη. Είχε γνωρίσει και χάσει πολλούς συγγενείς.
Μεταξύ τους βέβαια δεν είχαν προλάβει να γνωριστούν τόσο καλά. Δεν τη θυμόταν παρά μόνο αμυδρά. Για την ακρίβεια, το μόνο που θυμόταν ήταν που όταν παιδί και πήγαιναν με την οικογένειά της στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς της, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, εκείνη ερχόταν κάθε που βράδιαζε  και άναβε το μαγκαλάκι.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά, το μαγκαλάκι στεκόταν σβηστό και κρύο ανάμεσα σε αδειανά κρεβάτια, μόνο ενθύμιο της γιαγιάς της και του χρόνου που περνάει αμείλικτα.

Η αλήθεια είναι ότι από όταν που αποφάσισε ότι δεν άντεχε άλλο να πληρώνει νοίκι στην Αθήνα και αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο χωριό στο παλιό σπίτι της γιαγιάς, είχε νιώσει το τσουχτερό κρύο των ορεινών περιοχών. Το σπίτι θέρμανση δεν είχε, πέρα από κείνο το μαγκαλάκι.

Αλλά εκείνη, παρόλο που το κρύο της τρυπούσε τα κόκκαλα, επέμενε να μην ανάβει το μαγκαλάκι: φοβόταν τις αναθυμιάσεις και τις κατηγορίες.

Όχι τίποτα άλλο, αλλά μετά από ένα πτυχίο και δύο μάστερ, δεν της πήγαινε καρδιά να χαρακτηριστεί αμόρφωτη.


Comments

Post a Comment