Μικροαστός

Ο Γ. βγήκε έξω. Νύχτωνε. Συννεφιασμένος ουρανός. Όλα έδειχναν ότι όπου να 'ταν θα 'βρεχε.

Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του. Του άρεσε να ακούει μουσική  όταν περπατούσε στο δρόμο. Ένιωθε ότι τύλιγαν την μικρότητα και την πεζότητα της ύπαρξής του με ένα φαντασιακό μεγαλείο. Τα πάντα φαντάζουν πιο δραματικά όταν ακούς μουσική.

Άρχισε να περπατάει. Κοίταξε τα θαμπά φώτα που κρεμόντουσαν στα σχοινιά πάνω από το δρόμο, λούζοντάς τον με πορτοκαλί φως. Ακολούθησε για λίγο τον φωτεινό κρεμαστό διάδρομο με το βλέμμα του. 

 Κάτω από τον φωτεινό διάδρομο, άνθρωποι λουσμένοι από πορτοκαλί φως στριφογύριζαν στους δρόμους. Άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους κουρασμένοι, άλλοι έβγαιναν από αυτά επίσης κουρασμένοι. Άλλοι, απλώς περιφερόντουσαν γιατί δεν είχαν σπίτια για να μπουν ή να βγουν. Η πόλη βρισκόταν υπό την επήρρεια της συνήθους ρουτίνας.

Τις σκέψεις του διέκοψε ένα αβέβαιο "γεια". Ο Γ. κοίταξε προς το μέρος απ' όπου προερχόταν το γεια, για να αντικρύσει έναν από εκείνους τους "γνωστούς - που δεν είναι φίλοι - αλλά δεν είναι και τόσο άγνωστοι ώστε να τους αγνοήσεις". Μετά από τις πρώτες στιγμές αμηχανίας που κατακλύζουν το μυαλό όσων συναντούν τέτοιους γνωστούς, μιας και η αστική ευγένεια επιβάλλει να τους χαιρετήσεις, αλλά η βαρεμάρα σε πιέζει να μην το κάνεις, έβγαλε το ένα του ακουστικό και ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Ο γνωστός - άγνωστος κοντοστάθηκε, και το ίδιο έκανε και ο Γ., κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα 2 λεπτά ανούσιας κουβέντας που συνοπτικά θα μπορούσε να περιγραφεί ως "τί κάνω, τί σκέφτομαι, πόσα μαθήματα έδωσα και τί στοχεύω στη ζωή μου, την τελευταία περίοδο, σε τίτλους".

Μετά  το τέλος της κουβέντας, ο Γ. έβαλε το ακουστιικό πάλι πίσω το αυτί του και συνέχισε τον περίπατό του, σκεπτόμενος πως ήδη δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια λέξη από την προηγούμενη κουβέντα και πως θα μπορούσε να μην συναντούσε ποτέ ξανά αυτόν τον τύπο, ακόμη και αυτός ο τύπος να πέθαινε δηλαδή και η ζωή του να συνέχιζε εντελώς ανεπηρρέαστη.

Ο Γ. έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ύστερα πάλι προς το δρόμο, σε μια γριά που προσπαθούσε να ταΐσει με το ζόρι κάτι γάτες μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της, σε ένα παιδί που παρακαλούσε τον πατέρα του να του αγοράσει κάτι που αυτός δεν ήθελε, σε ένα ζευγάρι που περπατούσε αργά πιασμένο χέρι - χέρι πιθανώς χωρίς κανείς από τους δύο καν να  θέλει να περπατάει διπλα δίπλα με τον άλλο.

Ναι, η πόλη είχε κίνηση όμως ταυτόχρονα ήταν απελπιστικά ήσυχη. "Η ρουτίνα έχει σφιχταγκαλιάσει και κοντεύει να πνίξει την πόλη αυτή" σκέφτηκε ο Γ και εκνευρίστηκε.

"Πώς γίνεται όλοι να περπατάνε, να γυρνάνε και να πηγαίνουν στις δουλειές τους, σα να μην συμβαίνει τίποτα, ενώ οι οχτροί έχουν μπει στην πόλη!" είπε από μέσα του, θυμωμένα.

"Αλλά, δεν γαμιέται, απ' ότι φαίνεται οι οχτροί έχουν μπει στις διπλανές πόλεις πρώτα , οπότε ποιος χέστηκε" μουρμούρησε, σχηματοποιώντας στην υποτιθέμενη σκέψη των αδιάφορων συμπολιτών του.

"Μωρέ, καλά κάνω εγώ και δεν ασχολούμαι" κατέληξε, επιβραβεύοντας τον εαυτό του για την απραξία του.

Την σκέψη του ξαναδιέκοψε ένα πανό που είχε αναρτηθεί στην κεντρική πλατεία. Κάποια διαμία αρτυρία για κάποιες χιλιάδες απολύσεις.Μια ηλιαχτίδα φωτός, μια φωνή, μέσα στο σκότος της αδιαφορίας και της σιωπής.
"Δεν είναι όλα τόσο μαύρα τελικά. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που βλέπουν και μιλάνε", σκέφτηκε χαμογελώντας ο Γ. και αποφάσισε να αφήσει αυτούς που είχαν αναρτήσει το πανό να συνεχίσουν να παλεύουν για αυτόν χωρίς αυτόν.

Οι σκέψεις του διακόπηκαν για τρίτη φορά εκείνη τη νύχτα, από μια ψιχάλα που έπεσε στο πρόσωπό του. Ο Γ. κοίταξε τον ουρανό. Τα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί προειδοποιούσαν για τη βροχή που θα επακολουθούσε. Ο Γ. χάρηκε. Του άρεσε πολύ η βροχή.Ταίριαζε με τη διάθεσή του. Θεωρούσε, επίσης ότι η βροχή και η ανάγκη για ζεστασιά που τη συνόδευε, έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά. "Είναι πολύ άσχημο να βρέχει βέβαια, γιατί είναι ανυπόφορο για τους άστεγους και τους άπορους που έμεναν στο δρόμο" σκέφτηκε ο Γ. και συνοφρυώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα.
Αλλά στην τελική, ποιος χέστηκε και για τους άστεγους, αυτός τη γούσταρε τη βροχή.

Ο Γ. κοντοστάθηκε μπροστά από ένα παγκάκι που καθόταν μια κοπέλα. Αποφάσισε να καθίσει μαζί της. Την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

"Ωραία η βροχή, ε;" είπε αποφασίζοντας να ξεκινήσει την κουβέντα.
"Ναι, γενικά είναι φοβερός ο Θηβαίος!" απάντησε εκείνη.
"Του Χατζηδάκι, εννοούσα..." είπε εκείνος, εμφανώς απογοητευμένος από την συνομιλήτριά του.

Η κοπέλα εξαφανίστηκε απότομα, όσο απότομα εξαφανιζόταν κάθε αποκύημα της φαντασίας του.

"Τί μαλάκας που 'μαι...", μονολόγησε και πήγε στο περίπτερο να πάρει μια μπύρα, καθώς η βροχή δυνάμωνε.

Πιο δίπλα, ένας άστεγος, χωρίς ζεστασιά, σηκώθηκε από το παγκάκι ψάχνοντας να βρει κάποιο υπόστεγο για να προστατευθεί από τη βροχή.


Comments