υπ' αριθμόν 9001

(Το παρόν κείμενο αποτελεί sequel του κειμένου Καλή Ανάσταση . Εμ τί; Μόνο οι άλλοι να βγάζουν εύκολο χρήμα; Εγώ μαλάκας είμαι; )

Με μια κίνηση του ποδιού του, ο γέρος ζητιάνος κούνησε το αυτοσχέδιο κασελάκι που είχε  μπροστά του. Σε λίγα λεπτά νύχτωνε, οπότε η στιγμή ήταν κατάλληλη  για έναν ημερήσιο απολογισμό πριν την εύρεση ενός καλού μέρος για να περάσει τη νύχτα. Ο ήχος που προήλθε από το κούνημα του κουτιού δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικός: και εκείνη την μέρα δεν είχε βγάλει σχεδόν τίποτα. Και εκείνη την χρονιά δεν είχε βγάλει σχεδον τίποτα.

Το πρόσωπο του ζητιάνου σκοτείνιασε, καθώς έφερε στο μυαλό του όλες τις απελπισμένες του προσπάθειες για επιβίωση: και τί δεν είχε δοκιμάσει τη χρονιά που είχε περάσει!

Αρχικά, είχε χτυπήσει πόρτες γραφείων, επιχειρήσεων κάθε λογής, εταιριών, υπηρεσιών, έως και εργοστασίων. Σε όλους του έλεγε το ίδιο: ότι έψαχνε μια δουλειά, ό,τι δουλειά και να 'τανε, κάτι που να του εξασφάλιζε ένα πιάτο φαΐ και ένα μέρος να μείνει. Ακόμη και ένα πιάτο φαΐ, χωρίς το μέρος δηλαδή, θα του αρκούσε, έλεγε. Και όλοι του απαντούσαν πάνω - κάτω τα ίδια: άλλοι τον διώχναν επειδή φαινόταν γέρος και αδύναμος, άλλοι του απαντούσαν ότι δεν υπάρχουν θέσεις. Οι πιο "εκλεπτυσμένοι" έβρισκαν κάποια δικαιολογία γιατί τους τάραζε η βρώμικη εμφάνισή του, ενώ κάποιοι τον προλάβαιναν πριν καν τους ρωτήσει κρεμόντας μια ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα γράμματα "Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΛΕΙΝΕΙ" έξω από την πόρτα τους.

Ύστερα, ξαναγύρισε στη ζητιανιά. Για κλοπές ούτε λόγος: ήταν πολύ τίμιος και φοβιτσιάρης για να τολμήσει κάτι τέτοιο.

Αρχικά δοκίμασε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς: σταθμούς τραίνων, τρένα, σταθμούς λεωφορείων, λεωφορεία, τρόλεϋ, σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια μικρών διαδρομών (σε όσα τον άφηναν). Το πιο πολύτιμο που αποκόμισε ήταν κάτι κλωτσιές με τις οποίες τον πετούσαν κακήν κακώς  μπάτσοι ή άσχετοι που νόμιζαν ότι ήταν μπάτσοι - τουλάχιστον σε αυτές τις περιπτώσεις κατέληγε πεταμένος στο δρόμο και όχι σε κάποιο στενό κελί αστυνομικού τμήματος.

Ύστερα ήταν τα μέρη εστίασης: καφετέριες, εστιατόρια, πάρκα, πλατείες, πορείες, διαδηλωσεις. Και εκεί πάλι, τίποτα: παρά μόνο αόριστες υποσχέσεις ότι ο κόσμος κάποτε θα αλλάξει.


Μετά ήρθε η σειρά του οδικού δικτύου: Διασταυρώσεις, κεντρικά σημεία, φανάρια, "-να σας καθαρίσω το τζάμι κύριε; - άντε και γαμήσου μαλάκα!". Στην καλύτερη τον προσπερνούσαν αδιάφορα. Στην χειρότερη τον αντάμοιβαν με καμιά μούτζα, ή κανά κωλοδάχτυλο αντί για λεφτά.

"Τα δυο τελευταία χρόνια, έχουν απομυζήσει τους Έλληνες οικονομικά: και μαζί με τα λεφτά τους, χάνεται και η ανθρωπιά τους", σκεφτόταν ο ζητιάνος.

Λίγες μέρες πιο πριν είχε τύχει να ακούσει για κάτι συσσίτια που οργάνωνε ο δήμος της πόλης, λόγω μεγάλη Βδομάδας. Μόλις κατάφερε να μάθει το μέρος και την ώρα που γινόταν, είχε τρέξει να προλάβει κάποιο πιάτο φαΐ, μάταια όμως: αν και είχε φτάσει στην ώρα του, το φαγητό είχε ήδη τελειώσει. μιας και απ' ότι φαινόταν ο δήμος σέρβιρε μόνο εννιά χιλιάδες μερίδες και οι άστεγοι και άποροι της πόλης ήταν πολύ, μα πολύ περισσότεροι.Απ΄οτι φαίνεται ήταν ο υπ' αριθμόν 9001.

Μετά είχε μάθει για κάτι άλλα συσσίτια, που τα οργάνωναν κάτι μαυροντυμένοι τύποι με ξυρισμένα κεφάλια: μα ύστερα άλλαξε γνώμη, καθώς απ' ότι έμαθε αυτοί έδιναν φαγητό αποκλειστικά σε Έλληνες που είχαν τα απαραίτητα πιστοποιητικά να το επιβεβαιώσουν. Και αυτός ούτε Έλληνας ήταν, ούτε χαρτιά είχε: άσε που υποψιαζόταν ότι είχαν και κάποιες ιδεολογικές διαφορές...


Αυτά θυμόταν ο ζητιάνος, καθώς περπατούσε προς την γνώριμη πλατεία του κέντρου για να περάσει τη νύχτα. Αυτά θυμόταν και όταν πια τον πήρε ο ύπνος.

Αυτά θυμόταν μάλλον και όταν ονειρεύτηκε. Και τι παράξενο όνειρο είδε, αλήθεια ! Ονειρεύτηκε έναν κόσμο αλλιώτικο, έναν κόσμο περίεργο: έναν κόσμο που όταν ζητάς δουλειά σου δίνουν,  έναν κόσμο που δεν υπάρχουν μπάτσοι να σε πετάνε έξω με τις κλωτσιές, έναν κόσμο που δεν υπάρχουν μαυροντυμένοι τύποι να κάνουν συσσίτια μόνο για Έλληνες, έναν κόσμο που τα συσσίτια δεν φτάνουν μόνο για εννιά χιλιάδες, έναν κόσμο που οι άνθρωποι δεν σε φτύνουν όταν τους μιλάς, έναν κόσμο που δεν χρειάζεται να γίνει κανείς ζητιάνος...



Την επόμενη μέρα, παραμονή Ανάστασης, ο ζητιάνος καθόταν στα σκαλιά της ίδιας εκκλησίας, όπως συνήθιζε τα τελευταία τρία χρόνια. Μετά το πέρας του όλου τελετουργικού και αφού σχεδόν όλος ο κόσμος είχε απομακρυνθεί, την ώρα που ήταν έτοιμος να μαζέψει το κασελάκι του και την ταμπέλα που έγραψε με τεράστια κόκκινα γράμματα "ΠΙΝΑΟ", ο ζητιάνος άκουσε γνώριμα βήματα στα σκαλιά της εκκλησίας. Βήματα τα οποία ακολούθησε ένα ζεστό άγγιγμα στην πλάτη του.

Γυρίζοντας, ο ζητιάνος αναγνώρισε, την εμφανώς πιο γερασμένη, μαυροντυμένη μορφή του παπά της ενορίας. Του έγνεψε. Ως απάντηση, ο παπάς του χαμογέλασε πλατιά και προσποιητά.


"Μέρα που 'ναι κρίμα να μείνεις μόνος και νηστικός. Πάμε να σε φιλέψω κάτι;" ρώτησε ο παπάς, όπως έκανε, παραδοσιακά πια, τα τρία τελευταία χρόνια.

"Μέχρι να γίνει αυτό που ονειρεύτηκα πραγματικότητα, πάμε..." απάντησε ο ζητιάνος.

Comments