Posts

Showing posts from 2013

Επιστροφή

Ήχος από ροδάκια. Φωτεινή ταμπέλα που γράφει "Φωτεινή". Φαρμακείο. Εφημερεύον. Ζευγάρι περνάει. Κάνω στην άκρη. Η βαλίτσα μου με μιμείται. Ήχος από ροδάκια σταματάει. Ζευγάρι μιλάει. Περνώντας. Σχεδιάζοντας. Κάτι ακαθόριστο. Σκουπιδιάρικο καταπίνει λαίμαργα κάτι σκουπίδια. Βιβλιοπωλείο. Μη εφημερεύον. Βιτρίνα μη εφημερεύοντος βιβλιοπωλείου.  Λαμπιόνα τυλιγμένα γύρω από μια στοίβα βιβλία. Δεσπόζων βιβλίο, όρθιο, στη μέση. Διαβάζω τίτλο. "Πώς να πετύχετε την ευτυχία". Υπάρχει οδηγός για την ευτυχία; Αναρωτιέμαι. Ήχος από ροδάκια συνεχίζει. Διαρκής ηχητική ανάμνηση του ταξιδιού. Ταξίδι. Ταξίδια. "Πόσο μου αρέσουν ταξίδια!", μου είχε πει κάποια κάποτε. "Πόσο μου αρέσουν τα ταξίδια", μου έχουν πει πολλοί κάποτε. Σε όλους αρέσουν τα ταξίδια. Και όλοι φροντίζουν να το δηλώσουν. Κλισέ από τα μεγαλύτερα. Ήχος από τα ροδάκια. Σε πόσους αλήθεια αρέσουν τα ταξίδια; Αναρωτιέμαι. "Η ζωή είναι ταξίδι". Η ζωή. Η ζωή είναι ό,τι θες. Η ζωή είναι τίποτα.

Eικοσιτέσσερα

24. 24 χρόνια. 24 μήνες. 24 λεπτά. 24 δευτερόλεπτα. Το 24 δίνει μια περίεργη αίσθηση ολοκλήρωσης. Δεν είναι περίεργο που μια μέρα έχει 24 ώρες; Γιατί όχι 20 ή 30, για παράδειγμα;  Και εμείς το δεχόμαστε σαν κάτι φυσιολογικό, σαν κάτι προφανές απλά μόνο επειδή κάποιος μας είπε ότι είναι. Όπως συμβαίνει πάντα. Σχεδόν πάντα. Στην σειρά 24, ο πράκτορας Jack Bauer καταφέρνει να γαμήσει τα πάντα. Μπορεί να γίνει αυτό σε 24; Εξαρτάται τί 24, θα πει κάποιος. Εξαρτάται ποιός 24, πού 24 και πως 24 θα πω εγώ. Έτσι είναι η ζωή. Γεμάτη αβεβαιότητες. "Εντυπωσιακό!" είπε κάποιος φίλος καθώς διάβαζε το παραπάνω κείμενο. Αναφερόταν σε κάτι άσχετο που πέρασε από το μυαλό του εκείνη την ώρα.

Η μυστηριώδης γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα

Η μυστηριώδης γυναίκα με το φόρεμα εμφανίστηκε ξαφνικά, στρίβοντας τη γωνία. Περπατούσε δυναμικά, με αποφασιστικότητα, ενώ ο αέρας ανακάτευε υπέροχα τα μαλλιά της και φυσούσε το φόρεμά της, αποκαλύπτοντας ένα επιτρεπομένως μεγάλο κομμάτι από τα καλογυμνασμένα πόδια της. Οι σταγόνες της βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό της, όμως η μυστηριώδης γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα, συνέχισε απτόητη. Ο ήχος από το χτύπημα των τακουνιών της στην άσφαλτο αντηχούσε στο σοκάκι ενημερώνοντας  τους γείτονες για την σύντομη παρουσία της στην περιοχή τους. Ο κόσμος στους δρόμους φάνηκε να σταματάει ό,τι έκανε, και έμεινε να την κοιτάζει. Ο κόσμος φάνηκε να παγώνει για λίγες στιγμές.  Κανείς δεν ήξερε τί ζητούσε, από που ερχόταν, ή που πήγαινε. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτήν, εκτός από το ότι φορούσε ένα εκτυφλωτικά κόκκινο φόρεμά. Ήταν σίγουρα ένα μυστήριο. Ένα εντυπωσιακό μυστήριο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η μυστηριώδης γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα έστριψε τη γωνία και εξαφανίστηκε, ακριβώς όπως είχε ε

Βόλτα

Image
Δρόμος. Αμάξι. Περνάει. Ταχύτητα. Οδηγός. Δεν κοιτάζει πίσω. Σίγουρος. Αποφασισμένος. Ή και αναποφάσιστος. Δεν μπορεί. Να κοιτάξει πίσω. Είναι μονόδρομος. Απέναντι. Σουβλατζίδικο. Η μηχανή που κόβει γύρο, κόβει γύρο. "Δύο πίτα απ' όλα!". "Ή μάλλον...". Ο πελάτης. Κάτι δεν θέλει.  "Ή μάλλον άσ'το, απ' όλα..". Δεν ξέρει. Τί δε θέλει. Ο γύρος κόβεται. Τηλεφώνημα. "Ναι, μωράκι μου, ναι...". "Όχι, δεν ξέρω αν...". "Ναι, και μένα μου λείπεις...". Σκύλος. Γαύγιζει στο γύρο. Κυρία. Κρατάει τον σκύλο. Σφίγγει το λουρί. Ο σκύλος. Δεν θα φάει γύρο. Όχι σε αυτή τη ζωή. Ο άντρας κλείνει το τηλέφωνο και πιάνει. Τη γυναίκα δίπλα.  Κρατιούνται. Αγκαλιά. Σφιχτά. Ζευγάρι. Περπατάνε. Αργά. Φεύγουν. Αργά. Εμποδίζουν. Την κυκλοφορία. Εμποδίζουν. Τον χρόνο. Πρόσωπα. Ευτυχισμένα. Σχεδόν. Τηλεφωνικός θάλαμος. "Ναι, μήπως ξέρετε...". Στην άλλη γραμμή. Φαντάζομαι. Μια. Κυρία. Γύρω στα σαρανταπέντε. Δίνει πληροφορίες. Χρόνια. Σκέφτ

Σχέσεις vol. 2

-Σε ενδιαφέρω ακόμη; -Ναι. -Και μένα.. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο με κατανόηση και χαμογέλασαν ελαφρά. Ύστερα εκείνος της ακούμπησε απαλά την άκρη του χεριού της με το δικό του. Ήταν συμβιβασμός και το γνώριζαν πολύ καλά και οι δύο. Αλλά τόσο που έχει πάει το πετρέλαιο, χρειάζεται να 'χεις μια ζεστή αγκαλιά.

Ο Άλκης

"Κάθε σενάριο για να αξίζει πρέπει να έχει τουλάχιστον έναν απρόσμενο θάνατο".  Αυτό σκεφτόταν πάντοτε ο Άλκης. Και ήταν σίγουρος για αυτό που σκεφτόταν. Δεν ήταν λόγια κάποιου μεγάλου σκηνοθέτη: το αντίθετο, μόνος του το είχε σκεφτεί. Απλά ήταν σίγουρος. Για αυτά που σκεφτόταν. Ο Άλκης πάντοτε ήθελε να γίνει σκηνοθέτης. Ήταν το όνειρό του. Και μάλιστα δεν ήθελε να γίνει ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης. Όχι. Ήθελε να γίνει ένας διάσημος, σπουδαίος σκηνοθέτης. Το μεγάλο πρόβλημα του Άλκη ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει ένα καλό σενάριο: για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι θα είχε κάποιον απρόσμενο θάνατο. Αλλά ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πέρα από αυτό. Πάντα κολλούσε. Απρόσμενος θάνατος και μετά...τίποτα. Έτσι ο καιρός πέρασε και ο Άλκης δεν έγινε ποτέ του σκηνοθέτης. Μεγάλωσε και έμεινε ένας συνηθισμένος άνθρωπος με μια συνηθισμένη δουλειά. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος που ερωτεύτηκε, πόνεσε, αγάπησε, γέλασε και έκλαψε ακριβώς όπως εκατομμύρια άλλοι. Τουλάχιστον η ζ

Δίπλα μένουμε

Με ένα κλικ, ο Γιώργος άνοιξε το pc του και μπήκε κατευθείαν στο skype. To πρώτο πράγμα που έκανε κάθε φορά, όταν άνοιγε το pc του ήταν να μπαίνει στο skype. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Πληκτρολόγησε το όνομα χρήστη mary89 και επέλεξε συνομιλία με βίντεο μαζί της. Το χαμόγελο της mary89 μεγενθυμένο στην οθόνη έκανε τις γνώριμες από τις ταινίες πεταλουδίτσες να φτερουγίσουν στο στομάχι του Γιώργου. Ήταν το συναίσθημα που ένιωθε κάφε φορά. Ήταν το συναίσθημα που είχε νιώσει και την πρώτη φορά που είχε αντικρύσει την mary89 στην οθόνη του pc του. Ο Γιώργος χάιδεψε το μέρος της οθόνης το οποίο απεικόνιζε τα ξανθά μαλλιά της Μαίρη. Εκείνη του χαμογέλασε και αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ο Γιώργος δεν γνώριζε την Μαίρη. Δηλαδή, την γνώριζε αλλά δεν είχαν βρεθεί από κοντά. Ούτε μια φορά. Εκείνος ζούσε στην Αθήνα και εκείνη κάπου στο Λονδίνο. Είχαν γνωριστεί στο internet, και μετά από πολλές μέρες συνεχούς επικοινωνίας, αποφάσισαν "να τα φτιάξουν". Υπήρξαν κάποιες υποσχέσεις

Μετρό

Image
Μετρό. Σταθμός. Μπαίνω. Άνθρωποι. Πάνε. Φεύγουν. Έρχονται. Πού; Κατευθύνσεις. Πολλές. Διάφορες. Συναντιούνται. Χωρίζουν. Ξανασμίγουν. Εγώ. Πάω. Κάπου. Κατευθύνσεις. Πολλές. Δεν ξέρω. Επιλέγω σχεδόν στην τύχη. Έχω επιλέξει ήδη πριν μπω. Σχεδόν στην τύχη. Μετρό. Έρχεται. Φωνή άγνωστης κυρίας. "Παρακαλούμε, σταθείτε, πίσω από την κίτρινη γραμμή!". Η κίτρινη γραμμή. Στέκεται. Εκεί. Στο πάτωμα. Στο Μετρό. Στη ζωή. Οι επιβάτες σκέκονται πειθήνια πίσω από από την κίτρινη γραμμή. Παιδάκι κάνει να περάσει την κίτρινη γραμμή. Η μητέρα του και η φωνή άγνωστης κυρίας το νουθετούν. Στο Μετρό. Στη ζωή. Θόρυβος. Μετρό. Φτάνει. Κατεύθυνση. Μία. Καλή απόφαση; Δεν ξέρω. Θα δείξει. Δεν ξέρω αν θα δείξει. Κόσμος. Προσπαθεί να βγει. Κόσμος προσπαθεί να μπει. Ο κόσμος που μπαίνει δεν αφήνει κόσμο να βγει. Ο κόσμος που βγαίνει δεν αφήνει κόσμο να μπει. Σύγκρουση συμφερόντων. Βιασύνη. Αναρωτιέμαι. Γιατί βιάζοναι; Στο τέλος όλοι την ίδια ώρα θα φτάσουμε. Μπαίνω τελευταίος. Πάντα τελευταίος. Θέσει

Μικροαστός

Image
Ο Γ. βγήκε έξω. Νύχτωνε. Συννεφιασμένος ουρανός. Όλα έδειχναν ότι όπου να 'ταν θα 'βρεχε. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του. Του άρεσε να ακούει μουσική  όταν περπατούσε στο δρόμο. Ένιωθε ότι τύλιγαν την μικρότητα και την πεζότητα της ύπαρξής του με ένα φαντασιακό μεγαλείο. Τα πάντα φαντάζουν πιο δραματικά όταν ακούς μουσική. Άρχισε να περπατάει. Κοίταξε τα θαμπά φώτα που κρεμόντουσαν στα σχοινιά πάνω από το δρόμο, λούζοντάς τον με πορτοκαλί φως. Ακολούθησε για λίγο τον φωτεινό κρεμαστό διάδρομο με το βλέμμα του.   Κάτω από τον φωτεινό διάδρομο, άνθρωποι λουσμένοι από πορτοκαλί φως στριφογύριζαν στους δρόμους. Άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους κουρασμένοι, άλλοι έβγαιναν από αυτά επίσης κουρασμένοι. Άλλοι, απλώς περιφερόντουσαν γιατί δεν είχαν σπίτια για να μπουν ή να βγουν. Η πόλη βρισκόταν υπό την επήρρεια της συνήθους ρουτίνας. Τις σκέψεις του διέκοψε ένα αβέβαιο "γεια". Ο Γ. κοίταξε προς το μέρος απ' όπου προερχόταν το γεια, για να αντικρύσει έναν από εκ

Ραντεβού

Image
Την κοίταξε. Είχε ντυθεί και "φτιαχτεί" ειδικά για το ραντεβού. Διακριτικά. Όχι τίποτα φαντεζί. Αλλά αυτός πάντα καταλάβαινε αν ντυνόταν ειδικά για το ραντεβού. Καταλάβαινε αλλά εκείνος δεν ντυνόταν ποτέ ειδικά. Για τα ραντεβού. Ήταν όμορφη. Ή δεν ήταν; Μα τί έλεγε, πάντα ήταν όμορφη. Ή μήπως όχι; Μερικές φορές ήταν όμορφη, μερικές άλλες όχι. Ναι, αυτό ήταν. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήταν όμορφη; Σκατά. Δεν ήξερε. Την κοίταξε. Εκείνη του χαμογέλασε βεβιασμένα, και ανακάτεψε αμήχανα το τσάι της. Αυτός της ανταπέδωσε ένα επίσης βεβιασμένο μειδίαμα, αυτό που του είχε πει ότι του πήγαινε πολύ, και ξαναγύρισε στις σκέψεις του. Είχε ώρα που δεν μιλούσαν. Τα έλεγαν όλα με το βλέμμα. Μαλακίες. Τίποτα δεν έλεγαν με το βλέμμα. Τί μπορείς να πεις με ένα γαμωβλέμμα; Τίποτα. Δεν έλεγαν τίποτα. Τουλάχιστον ήταν ευτυχισμένος. Μα, πως να μην ήταν; Αφού ήταν μαζί. Σκατά. Λάθος πρόταση. Τουλάχιστον, ήταν ευτυχισμένος; Αυτή ήταν η σωστή πρόταση. Βιάστηκε να απαντήσει ναι. Έπρεπε να

Magic Bus

Σταθμός. Φτάνω. Ο φωτεινός πίνακας γράφει τα δρομολόγια. Ή και δεν τα γράφει. Ανάλογα με τα κέφια του. Ανακοίνωση. "Στις 16:30 το λεωφορείο 102 θα αναχωρήσει για Αθήνα από το διάδρομο 2". Κοιτάζω τους διαδρόμους. Υπάρχουν μόνο 2. Ο ένα και ο δύο. Η απόστασή τους είναι - δεν είναι 2 μέτρα. Πρακτικά δηλαδή να το δεις, αν βρίσκεσαι στον ένα, μπορείς να δεις και τον δύο. Και τούμπαλιν. Είναι περιεργη χώρα η Ελλάδα. Σάπιο περιεχόμενο με φανταχτερό περιτύλιγμα. Ένα ζευγάρι φιλιέται παθιασμένα. Αυτός μόλις έφτασε. Ή αυτή μόλις φεύγει. Ή έφτασαν και οι δύο. Ή φεύγουν και οι δύο. Κάτι τέτοιο τέλος παντων. Μια καθαρίστρια περνάει. Κάνω στην άκρη. Τραγουδάει και μαζεύει φύλλα. Μαζεύει φύλλα και τραγουδάει. Ένα τραγούδι για την αγάπη που θυμίζει φύλλα. "Α, ρε, ριζώσαμε εδώ χάμω..." Μονολογεί. "Ε εσύ! Που ήρθες εδώ; Θα σε βρίσουν οι ταξιτζήδες!". Κοιτάω εκεί  που απευθύνεται. Ένα αστικό λεωφορείο, με ταμπέλα σβηστή και δρομολόγιο άγνωστο έχει παρκάρει ανάμεσα στον δ

Καταδίωξη

Ήταν νύχτα. Το φεγγάρι είχε σχεδόν χαθεί πίσω από κάποια σύννεφα. Οι σάλπιγγες του δίκαιου πολέμου ήχησαν περήφανα και επαναλαμβανόμενα, γεμίζοντας την πόλη με εκκωφαντικούς θορύβους εφησυχασμού. Το ψυχρό -μα τόσο θερμό συνάμα- φως της ασφάλειας, ο φάρος της τάξης, έλαμψε παντού. Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του και ασφάλισε τα παντζούρια του, μην μπορώντας να σταθεί αντάξιος της λάμψης της δικαιοσύνης. Τα περήφανα σιδερένια άτια της Ελληνικής Αστυνομίας βρυχήθηκαν, καταπίνοντας άσφαλτο και ξερνώντας καυσαέριο. Ο εχθρός εντοπίστηκε γρήγορα. Ύπουλος, υποχθόνιος και μελαμψός όπως παντα. Οι τρεις ύποπτα καχεκτικοί μετανάστες έτρεχαν σε φαινομενικά υπεράνθρωπους ρυθμούς: όμως ο  ζήλος και η αυταπάρνηση των δώδεκα φρουρών του φιλήσυχου πολίτη βοήθησαν στο να τους φτάσουν. Γρήγορα περικυκλώθηκαν. Η μάχη ήταν αμφίρροπη. Η επικινδυνότητα μεγάλη. Μετά από  λίγο, τρία μελαμψά κουφάρια περασμένα με χειροπέδες κείτονταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Τα ανιδιοτελή παλικάρια, οι τηρητές του νόμου,

Τότε και τώρα

Θυμάσαι τότε; Τότε που στους δρόμους είχε ησυχία Περπατούσαμε τότε και φωνάζαμε Όχι πολύ, έτσι λίγο,  μπας και τους ξυπνήσουμε Μα προσέχαμε μην τους ξυπνήσουμε όλους Μας κοιτούσανε περίεργα τότε, μας αντιμετώπιζαν σαν ξένους Ίσως ήμασταν ξένοι θυμάσαι τότε;  Τώρα δεν έχει πια καθόλου ησυχία τώρα στους δρόμους κανείς δεν κοιμάται Ούτε αυτοί που θέλαμε να ξυπνήσουμε ούτε αυτοί που δε θέλαμε Τώρα δεν μπορεί κανείς να κοιμηθεί τώρα δεν υπάρχει ησυχία τώρα έχουμε πόλεμο Όπλα τους η φτώχεια και η ανεργία βόμβες τους οι απολύσεις, οι φόροι, η τρομοκρατία στόχος τους τα spreads, τα δάνεια και τα κέρδη Τώρα κανείς δεν μας κοιτάζει περίεργα Τώρα δεν είμαστε ξένοι Τώρα οι φωνές μας δεν ακούγονται τις φωνές μας τις σκεπάζουνε οι κρότοι του πολέμου Τώρα εμείς μεταναστεύουμε μας διώχνουν από τα σπίτια μας για μιαν άλλη ζωή για καθόλου ζωή για τίποτα Δεν είμαστε διαφορετικοί από αυτούς που έρχονται εδώ αλήθεια Έχουμε το ίδιο μελα

Κλικ

Ήταν μόνος. Βράδιαζε. Τα παράθυρα μισόκλειστα. Αιρκοντίσιον. Με ένα "κλικ" στο τηλεκοντρόλ το έκλεισε. Μετά από λίγο ζεστάθηκε και το ξανάνοιξε. Ήταν περίεργο αυτό το αιρκοντίσιον. Ό,τι θερμοκρασία και να επέλεγες από τις δεκάδες που είχε, αν έμενε πάνω από κάποια ώρα ανοιχτό ένιωθες ότι κρύωνες. Έτσι αναγκαζόσουν πάντα να το κλείσεις, μέχρι να "έρθεις στα ίσια σου", να νιώσεις πάλι τον καύσωνα και να το ξανανοίξεις. Ήταν περίεργο αλλά το ίδιο ένιωθε ότι συνέβαινε με όλα τα αιρκοντίσιον. Ή και με τον ίδιο. Όλες εκείνες οι επιλογές και αυτός να μην ικανοποιείται με τίποτα. Δίπλα του η τηλεόραση έπαιζε κάποια προπαγάνδα της κάποιας κυβέρνησης. Βουβή. Έλουζε το δωμάτιο με το μπλε φως. Βασικά για αυτό την άφηνε ανοιχτή. Για το μπλε της το φως. Θεωρούσε πως έδινε στο δωμάτιο μια άλλη διάσταση. Ταινιακή. Φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο του. Έβηξε. Στην πραγματικότητα ποτέ του δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με το κάπνισμα - του έκανε κακό και το ήξερε. Αλλά ήταν και αυτό μέσ

Νύχτα στην Εθνική Οδό

Image
Ταμπέλες. Πολλές Ταμπέλες. Χρώματα. Πολλά χρώματα. Η πανδαισία του αταίριαστου. Το αμάξι επιταχύνει και τα χρώματα μεταμορφώνονται σε έναν αταίριαστο πίνακα, μια συνεχόμενη πολύχρωμη φωτεινή γραμμή που απλώνεται όσο φτάνει το μάτι. Δεν υπάρχει αμάξι. Μερικές φορές μου αρέσει να φαντάζομαι πράγματα. Σαν ταινία. Έχει πλάκα. Η ζωή όμως δεν είναι ταινία. Μοιάζει με ταινία, αλλά δεν είναι. Είναι πολύ πιο συνηθισμένη. Και μερικές φορές, δεν είσαι καν πρωταγωνιστής. Είσαι απλός κομπάρσος. Ή ούτε καν κομπάρσος. Θεατής. Απλός θεατής. Η ζωή εξελίσσεται μπροστά σου και εσύ την παρακολουθείς από μια παράμερη γωνιά. Για τη ζωή αποφασίζουν κάποιοι. Κάποιοι. Όχι όλοι. Και οι υπόλοιποι; Παρατηρούν. Κι άλλες ταμπέλες. Κι άλλα χρώματα. Μοιρολάτρης; Όχι, δεν είμαι μοιρολάτρης. Βασικά η ζωή είναι αυτό που προκαλούν οι άνθρωποι που αντιδρούν στις διαταγές αυτών που αποφασίζουν για τη ζωή. Ωραίο αυτό. Μου άρεσε. Δεν είναι καλό να είσαι μοιρολάτρης. Ούτε ονειροπόλος. Είναι καλό να είσαι κάτι ανάμεσα. Η μ

H Καινούρια Κλειδαριά

Ο Τάσος σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας του. Την έσπρωξε, μηχανικά, έτσι από συνήθεια ,μα όπως ήταν αναμενόμενο, η πόρτα δεν άνοιξε.  "Γαμώτο"  βρυχήθηκε και παράτησε τις δεκάδες βιοδιασπώμενες σακούλες και χαρτοσακούλες σουπερμάρκετ - μανάβικου  και λοιπών εμπορικών που κρατούσε προκειμένου να ψάξει για τα κλειδιά του. Στην πόρτα της πολυκατοικίας Τάσου είχαν βάλει καινούρια κλειδαριά. Και αυτό το πράγμα τον εκνεύριζε. Παλιά, με την άλλη κλειδαριά, η πόρτα στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν αλλιώς. Δεν έκλεινε καλά, πολλές φορές ξεχνιόταν ανοιχτή, άλλες φορές αρκούσε ένα απλό σπρώξιμο για ν' ανοίξει. Σχεδόν πάντα κατάφερνες να μπεις στην πολυκατοικία, χωρίς να κόψεις καν ταχύτητα από το γρήγορο βάδισμα που συνήθως έχεις όταν επιστρέφεις σπίτι. Η παλιά πολύτιμη κλειδαριά σου επέτρεπε να συνεχίσεις αβίαστα την βιαστική ζωή που όλοι οι κάτοικοι της πόλης υιοθετούν χωρίς λόγο. Η κλειδαρίτσα καθόταν εκεί και δεν σε ενοχλούσε. Σε άφηνε να ζήσεις στους ρυθμούς

Πέναλντι

"...Είναι αστείο, αν το σκεφτείς. Και φαίνεται να ισχύει από πάντα. Όταν είσαι μικρός, οι περισσότεροι μεγάλοι, δηλαδή γονείς και λοιπά, πιστεύουν ότι θα γίνεις μεγάλος, δηλαδή τρανός. Το πιστεύουν και το θέλουν πολύ. Το επιθυμούν αφάνταστα. Κάθε μητέρα που σέβεται τον εαυτό της βλέπει στο παιδί της τον επόμενο πρωθυπουργό, ή τον ακριβοπληρωμένο γιατρό που το όνομά του θα μείνει ανεξίτηλο στους επιστημονικούς και μη κύκλους για την Χ μεγάλη του ανακάλυψη.  Είναι πολύ αστείο. Στην αρχή δεν τους παίρνεις στα σοβαρά, δεν σε νοιάζει βρε αδερφέ. Θες να παίζεις μπάλα και να κάνεις ποδήλατο. Όσο μεγαλώνεις, δηλαδή γερνάς, καταλαβαίνεις κιόλας ότι αυτό που σου λένε είναι πολύ δύσκολο, δηλαδή αδύνατο. Όμως όταν μεγαλώσεις τελείως, δηλαδή κάνεις και συ παιδιά, το ξεχνάς και περιμένεις από τα παιδιά σου ακριβώς αυτό που περίμεναν οι γονείς σου από σένα. Αστείο, ε; Πολλοί χαίρονται με το γεγονός ότι ο δυτικός κόσμος είναι και καλά ελεύθερος και ανοίγει δυνατότητες, και δεν είναι για παράδ

Η Σοφία

Μια μέρα, ήρθε ο μικρός μου γιος και με ρώτησε τί σημαίνει σοφία. Δηλαδή δεν έχω γιο. Αλλά έτσι κάνω εγώ. Όταν αναρωτιέμαι κάτι, φαντάζομαι ότι μου το ρωτάει ο μικρός μου γιος. Έτσι. Γιατί είναι μικρός, δεν ξέρει πολλά, και πρέπει να μπω στον κόπο να του εξηγήσω όσο καλύτερα γίνεται. Έτσι και εγώ καταλαβαίνω καλύτερα, και ο φανταστικός μου γιος παίρνει την απάντηση που θέλει προκειμένου να συνεχίσει με την επόμενη ερώτησή του (έτσι είναι τα μαλακισμένα, ποτέ δεν ικανοποιούνται με μία απάντηση, κάθε φορά ρωτάνε όλο και πιο δύσκολες ερωτήσεις - σαν τα τηλεπαιχνίδια) και όλοι μένουμε ικανοποιημένοι. Είπα λοιπόν στον φανταστικό γιο μου για μια φορά, που δυο συμφοιτητές μου και συγκάτοικοι, ο Μάκης και ο Γιάννης την "έπιναν" στο σπίτι τους, μόνοι (εμένα με παρέλειψα από την ιστορία λόγω τακτ). Αυτό είναι το δεύτερο κόλπο μου: μου αρέσει να απαντάω με παραδείγματα που είναι βγαλμένα ή θα μπορούσαν να είναι βγαλμένα από τη ζωή. Την έπιναν λοιπόν, ο Μάκης και ο Γιάννης και ξαφνικ

ΑΝΤΑΛΑΣΣΕΤΑΙ

εργατική δύναμη ,με αμοιβή οσηδήποτε και κάλυψη αναγκών αμφίβολη. Ασφάλεια και αξιοπρέπεια αδιάφορες. Επιβίωση επιθυμητή. Ελπίδα από καιρό χαμένη.

Νόμος & Τάξη

 5 η ώρα. Χαράματα. Μπαίνουν στο σπίτι σου. Δεν χτυπούν. Σπάνε την πόρτα. Γιατί; Κάτι ψάχνουν. Κάτι θα 'χεις. Τί ψάχνουν; Εσύ ξέρεις. Εσύ το έχεις. Μην κάνεις πως δεν ξέρεις. Ξέρεις τί έχεις. Ξέρεις τί ψάχνουν. "ΠΟΥ ΤΟ ΕΧΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;". Φωνάζουν. Αναρωτιέσαι. Μην κάνεις πως δεν ξέρεις. Ξέρουν ότι ξέρεις. Αναποδογυρίζουν έπιπλα. Αδειάζουν συρτάρια με δύναμη στο πάτωμα. Σπάνε τις πόρτες και ψάχνουν όλα τα δωμάτια. Κάνουν το σπίτι φύλλο και φτερό. Ένας χοντρός αστυνομικός αποφαίνεται. "Δεν υπάρχει τηλεόραση". Αυτό είναι. Έγκλημα. Παράβαση λίγο χειρότερη από φόνο. "Απαγορεύεται μην έχω τηλεόραση;" . Ένας άλλος αστυνομικός σε χτυπάει με την ανάποδη μεριά του γκλομπ. "ΜΗΝ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΞΥΠΝΟ!" Άμα δεν έχεις τηλεόραση, δεν μπορείς να ακούς την φωνή της κυβέρνησης. Άμα δεν έχεις τηλεόραση, αγνοείς την κυβέρνηση. Άμα δεν έχεις τηλεόραση, είσαι παραβατης. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν μπορεί να μην ήξερες. Κάνεις  ότι δεν ήξερες. Ο αντίστοιχος ν

Πανσέληνος

-Σαν κεφάλι τυρί. -Σαν κίτρινο μπαλόνι. -Σαν παλιό κατοστάρικο. -Σαν μεγάλο λεμόνι. -Σαν τεράστια πατάτα. -Σαν πατάτα είναι το κεφάλι σου!  Γέλια.  Ο Νίκος και η Μαίρη, συνήθιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι, κάθε φορά που είχε πανσέληνο, όσο καιρό ήταν μαζί. Ήταν κάτι σαν παράδοση. Σε κάθε πανσέληνο, βρισκόντουσαν, έβρισκαν ένα σημείο που να έχουν καθαρή εικόνα του φεγγαριού και έπαιζαν, οι δυο τους μόνο.  Ο ένας έλεγε με τί του έμοιαζε το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα, και ο άλλος έπρεπε να βρει κάτι εξίσου ευφάνταστο να απαντήσει. Εκείνος που δεν κατάφερνε να πει κάτι, έχανε.  Διασκέδαζαν πολύ με αυτό το παιχνίδι. Και ήταν αναμφίβολα πολύ καλύτερο από όλα τα κλισέ του τύπου πόσο-όμορφη-είσαι-λουσμένη-από-το-φεγγάρι και έλα να-πάμε-ένα-περίπατο-κάτω-από-το-φεγγάρι-που-ναι-ρομαντικά.  Ο Νίκος και η Μαίρη χώρισαν πολύ άσχημα, μετά από λίγα χρόνια. Ο Νίκος έλεγε ότι εκείνη την μέρα δεν είχε φεγγάρι. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμόταν. Μα έτσι φαινόταν πιο ποιητικό. (

Η ωραία Αίγινα

Στην ωραία Αίγινα αντρώθηκα. Εκείνη την λέγανε Σούλα. Μελαχροινή, μαυρομάτα με καμπύλες γενναιόδωρα δοσμένες από τη μητέρα της σίγουρα (γιατί ο πατέρας αμφιβάλλουμε για το ποιος ήταν). Η Σούλα ήταν η "ψημένη" χωριάτισσα, και εγώ ο και καλά "άπειρος έφηβος με το κορμί λαμπάδα" που της κιάλαρε.  Είχαμε βρεθεί αρκετές φορές με τη Σούλα. Και τί δεν είχαμε κάνει μαζί. Κάμποσα χρόνια αργότερα, κάτι τα χρέη, κάτι τα προβλήματα με την άδεια, η "ωραία Αίγινα" έκλεισε. Η τσατσά, απ' ότι λέγεται, αγόρασε ένα περίπτερο εκεί κοντά. Η Σούλα, από την άλλη, άρχισε να δίνει κώλο στην Ομόνοια για να βγάλει το μεροκάματο. Και ούτε χωριάτισσα, ούτε ρόλοι, ούτε τίποτα. Κώλο, έτσι απλά. Για λίγα φράγκα. Και ήταν ωραίο το Σουλάκι, ρε γαμώτο...

Και τώρα, λίγο Μπέκετ

-Ξέρεις, λένε ότι το πέταγμα μιας πεταλούδας στον Αμαζόνιο μπορεί να προκαλέσει βροχή στην Κίνα... -Το πιστεύεις αλήθεια αυτό; -Δεν ξέρω. -Λένε ότι ότι δεν βλέπεις δεν ξέρεις, αν ισχύει, έτσι δεν είναι; -Μπορεί... Με σκέφτεσαι; -Τί; -Με σκέφτεσαι; -Ναι. Πολύ. -Μα καλά, είσαι τελείως αναίσθητος; Πώς γίνεται να συμβαίνουν τόσα πράγματα γύρω μας, και εσύ να σκέφτεσαι εμένα; -Είσαι πολύ άδικη. -Ε; -Θέλω να πω, τώρα που σου απάντησα ότι σε σκέφτομαι, μου είπες ότι είμαι αναίσθητος επειδή δεν σκέφτομαι τί συμβαίνει γύρω μας. Αν όμως σου είχα απαντήσει ότι δεν σε σκέφτομαι επειδή σκέφτομαι αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, πάλι αναίσθητος δεν θα έλεγες ότι είμαι; -Μπορεί. Στη ζωή καμιά φορά είσαι αναγκασμένος να χάνεις. -Δεν ξέρω. Δεν μ'αρέσουν τα κλισέ. Η Μαίρη, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη δίπλα από τον Τζόσουα,  έχωσε το χέρι της κάτω από την πλάτη του, σε μια προσπάθεια να τον αγκαλιάσει και να τον χαϊδέψει. Εκείνος το έσπρωξε μακριά. -Και αυτό, κλισέ, έτσι; -Ναι. Ξαφνικά,

υπ' αριθμόν 9001

(Το παρόν κείμενο αποτελεί sequel του κειμένου Καλή Ανάσταση . Εμ τί; Μόνο οι άλλοι να βγάζουν εύκολο χρήμα; Εγώ μαλάκας είμαι; ) Με μια κίνηση του ποδιού του, ο γέρος ζητιάνος κούνησε το αυτοσχέδιο κασελάκι που είχε  μπροστά του. Σε λίγα λεπτά νύχτωνε, οπότε η στιγμή ήταν κατάλληλη  για έναν ημερήσιο απολογισμό πριν την εύρεση ενός καλού μέρος για να περάσει τη νύχτα. Ο ήχος που προήλθε από το κούνημα του κουτιού δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικός: και εκείνη την μέρα δεν είχε βγάλει σχεδόν τίποτα. Και εκείνη την χρονιά δεν είχε βγάλει σχεδον τίποτα. Το πρόσωπο του ζητιάνου σκοτείνιασε, καθώς έφερε στο μυαλό του όλες τις απελπισμένες του προσπάθειες για επιβίωση: και τί δεν είχε δοκιμάσει τη χρονιά που είχε περάσει! Αρχικά, είχε χτυπήσει πόρτες γραφείων, επιχειρήσεων κάθε λογής, εταιριών, υπηρεσιών, έως και εργοστασίων. Σε όλους του έλεγε το ίδιο: ότι έψαχνε μια δουλειά, ό,τι δουλειά και να 'τανε, κάτι που να του εξασφάλιζε ένα πιάτο φαΐ και ένα μέρος να μείνει. Ακόμη και ένα

Αναμνήσεις pt. 2

"Ξέρεις, είναι μερικές φορές που σε σκέφτομαι. Είναι μερικές φορές που το μυαλό μου γυρνάει χρόνια πίσω, ανατρέχει σε όλες εκείνες τις σκονισμένες αναμνήσεις. Στις αναμνήσεις ενός άλλου, πιο αθώου, πιο αυθόρμητου εαυτού. Θυμάμαι τα πάντα: εσένα, πώς ήμουν και τι σκεφτόμουν τότε, τί ένιωσα όταν πρωτοάκουσα τη φωνή σου. Τότε είναι το μυαλό μου πλημμυρίζει από εικόνες, από σκέψεις, από συναισθήματα, και εγώ μένω να κοιτάω το κενό χαμογελώντας χαζά. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι "κάτι" να με "ξυπνήσει" βίαια. Να με επιστρέψει στην σκληρή πραγματικότητα. Να μου θυμήσει πως από τότε και εσύ, και εγώ, έχουμε αλλάξει. Πως ο κόσμος όλος έχει αλλάξει. Να μου θυμήσει ότι δεν γίνεται να επιτρέψεις στο παρελθόν. Και ότι πρέπει πάντα να κοιτάμε το παρόν και το μέλλον. Να μου ξαναπεί ότι εσύ δεν έκανες πια για μένα και ότι εγώ έπρεπε να βρω κάποια άλλη" , είπε ο Κώστας βγάζοντας από το CD Player το "ΓΕΙΑ" της Βανδή και ανοίγοντας το MAD για να χαζέψει το νέο βιντε

Ανώνυμος

Το ρολόι πάνω από τους πάγκους έδειχνε 10 και μισή. Εκείνος κατέβασε τα ρολλά του μαγαζιού και κλείδωσε το λουκέτο. Ήταν από εκείνες τις μέρες της εβδομάδας που το αφεντικό τον άφηνε μόνο να κλείσει το μαγαζί. Ύστερα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Με τα πόδια, όπως πάντα. Λεφτά για αμάξι δεν είχε άλλωστε δεν είχε, ούτε καν για μηχανάκι. Με το ζόρι του έφταναν για να πληρώνει το μερίδιο του νοικιού που του αναλογούσε και για να στέλνει πίσω στην οικογένειά του. Πάνω από τους δρόμους, πάνω από τα πεζοδρόμια και τις πολυκατοικίες της πόλης, πλανιώταν μια περίεργη ησυχία: μια ησυχία που κάλυπτε τη φτώχεια, τη βρώμα και τη δυσωδία της πόλης. Μια ησυχία που προανήγγειλε την καταιγίδα. Η ίδια ησυχία που υπήρχε και χθες που πέθανε ο Σικ και προχθές που πέθανε ο Σαχζάτ. Η ίδια ησυχία που υπήρχε κάθε μέρα, η ίδια ησυχία που επικρατούσε σε κάθε φόνο. Ο Μ. περπατούσε ήσυχα, ήσυχα όπως είχε έρθει σε τούτη τη χώρα. Είχε περπατήσει κάμποση ώρα όταν έστριψε σε ένα σκοτεινό σοκάκι.Τότε ήταν που τους ε

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των ανθρώπων

είναι  ότι αντί να σκέφτονται και να ζουν το τώρα, ζουν το πριν και σκέφτονται το μετά.

Κοινωνιολογία

' "Ξέρεις, όταν πρωτομπαίνεις στο Πανεπιστήμιο, νιώθεις διαφορετικός, παντοδύναμος, σαν υπεράνθρωπος. Νιώθεις ότι όλη η Γη απλώνεται στα πόδια σου, ότι μπορείς να τεντώσεις το χέρι σου και να αρπάξεις γερά από τα μαλλιά κάθε ευκαιρία που εμφανίζεται. Σαν τον Ματ Ντέημον σε εκείνη την ταινία που βάζει τα γυαλιά στον μαθηματικό που έχει πάρει το Φιλντς ένα πράγμα", είπε ο Μάκης και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τρίφυλλο που κρατούσε στα χέρια του. Ο Τάκης δεν απάντησε, μόνο ένευσε σιωπηλά.Ύστερα βούλιαξε στον μικρό μπεζ καναπέ του σπιτιού τους, και κοίταξε αδιάφορα το ταβάνι.  Το  δωμάτιό τους, ένα υβρίδιο σαλονιού και κουζίνας, ήταν αρκετά μικρό, λιτά διακοσμημένο και ακατάστατο σε βαθμό αηδίας: ακριβώς όπως άρμοζε σε κάθε φοιτητικό σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του. Ο Μάκης και ο Τάκης συγκατοικούσαν κάμποσα χρόνια μαζί. Σπούδαζαν και οι δύο -το τι δεν έχει σημασία- και λίγο η έλλειψη χρημάτων, λίγο η καλή παρέα, λίγο η συνήθεια τους είχε οδηγήσει σε αυτή την απόφαση. Ο

Θέλω και μπορώ

Πάντα ήξερε πως δεν μπορούσε να είναι αυτό που ήξερε πως θα ήθελε να είναι. Όπως ήξερε και ότι δεν ήθελε να είναι αυτό που ήξερε πως μπορούσε να είναι. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήξερε ότι ενδόμυχα  δεν ήθελε να μπορέσει να είναι αυτό που ήξερε πως θα ήθελε να είναι. Γιατί η πιθανότητα του να πετύχει να καταφέρει να μπορεί να είναι αυτό που ήξερε ότι ήθελε να μπορεί να είναι τον τρόμαζε. Και αυτό ήταν που τον έκανε δυστυχισμένο.

2 χρόνια koultoura (στο internet)

Ε, και;

Σχέσεις

Πρέπει να είμαι έξυπνος. Πρέπει να είμαι όμορφη. Πρέπει γίνω επιτυχημένος. Πρέπει να μάθω να μαγειρεύω. Πρέπει να της ζητήσω το τηλέφωνο της, θα νομίσει ότι είμαι φλώρος. Δεν πρέπει να του δώσω δικαιώματα, θα νομίσει ότι είμαι πουτάνα. Δεν πρέπει να την πάρω αμέσως, θα νομίσει ότι τη γουστάρω. Δεν πρέπει να απαντήσω αμέσως, θα με θεωρήσει δεδομένη. Πρέπει να την πάω κάπου καλά, θα θεωρήσει ότι δεν είμαι καλός στο να παίρνω πρωτοβουλίες. Δεν πρέπει να του πω εγώ που θα πάμε, θα νομίσει ότι δεν τον θεωρώ ικανό να πάρει πρωτοβουλίες. Πρέπει να την κεράσω, θα νομίσει ότι είμαι τσιγκούνης. Δεν πρέπει να πληρώσω, θα νομίσει ότι τον θεωρώ τσιγκούνη. Πρέπει να τη φιλήσω εγώ πρώτος, θα με περάσει για μαλάκα. Δεν πρέπει να τον φιλήσω εγώ πρώτη, θα με περάσει για τσούλα. Πρέπει να της ζητήσω να ανέβω πάνω, θα νομίσει ότι δεν είμαι αρκετά άντρας. Δεν πρέπει να του πω να περάσει πάνω, θα νομίσει ότι είμαι εύκολη. Πρέπει να την ικανοποιήσω, θα με περάσει για άπειρο.  Πρέπει να τον ικανοποιήσω, θα με