H Καινούρια Κλειδαριά
Ο Τάσος σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας του. Την έσπρωξε, μηχανικά, έτσι από συνήθεια ,μα όπως ήταν αναμενόμενο, η πόρτα δεν άνοιξε.
"Γαμώτο" βρυχήθηκε και παράτησε τις δεκάδες βιοδιασπώμενες σακούλες και χαρτοσακούλες σουπερμάρκετ - μανάβικου και λοιπών εμπορικών που κρατούσε προκειμένου να ψάξει για τα κλειδιά του. Στην πόρτα της πολυκατοικίας Τάσου είχαν βάλει καινούρια κλειδαριά. Και αυτό το πράγμα τον εκνεύριζε.
Παλιά, με την άλλη κλειδαριά, η πόρτα στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν αλλιώς. Δεν έκλεινε καλά, πολλές φορές ξεχνιόταν ανοιχτή, άλλες φορές αρκούσε ένα απλό σπρώξιμο για ν' ανοίξει. Σχεδόν πάντα κατάφερνες να μπεις στην πολυκατοικία, χωρίς να κόψεις καν ταχύτητα από το γρήγορο βάδισμα που συνήθως έχεις όταν επιστρέφεις σπίτι. Η παλιά πολύτιμη κλειδαριά σου επέτρεπε να συνεχίσεις αβίαστα την βιαστική ζωή που όλοι οι κάτοικοι της πόλης υιοθετούν χωρίς λόγο. Η κλειδαρίτσα καθόταν εκεί και δεν σε ενοχλούσε. Σε άφηνε να ζήσεις στους ρυθμούς που εσύ ήθελες. Απλά συνυπήρχατε στον ίδιο χώρο. Κανείς δεν πείραζε κανέναν.
Μετά κάποιος [αχαρακτήριστος] -"πιθανότατα άτομο με εξουσία, ίσως ο διαχειριστής ή εκείνη η σκρόφα του πέμπτου που φωνάζει πολύ", σκεφτόταν ο Τάσος- αποφάσισε ν' αλλάξει την κλειδαριά της εισόδου της πολυκατοικίας. Έτσι χωρίς, να τον ρωτήσει. Ούτε αυτόν, ούτε και κανέναν άλλο. Στ'αρχίδια του.
Και κάπως έτσι ήρθε αυτή. Η καινούρια κλειδαριά. Πόσο την αντιπαθούσε ο Τάσος! Από τότε που πρωτομπήκε στεκόταν εκεί, αγέρωχη, γυαλιστερή, δήθεν τέλεια. Άμα την κοιτούσες πιο προσεκτικά, θα ορκιζόσουν ότι σε κοιτάει αφ' υψηλού. Σε κοιτούσε και ήσουν σίγουρος ότι σε μέτραγε, σε σύγκρινε σιωπηλά με τον εαυτό της. "Πώς είσαι έτσι; Κοίτα εμένα! Εγώ δεν έχω ελαττώματα! Είμαι τέλεια! Πώς τολμάς να με αντικρύζεις θνητέ; ". Σε έκανε να νιιώθεις σκουπίδι. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά και η καινούρια στο κάτω - κάτω δεν ήταν και πολύ καλύτερη από την παλιά. Θέλω να πω, στην ίδια πολυκατοικία οδηγούσαν.
Του Τάσου ώρες - ώρες του θύμιζε την Τίνα. Είναι φοβερό πως, μερικές φορές, τα πάντα του θύμιζαν την Τίνα. Ήταν κάποιες φορλες, τότε που οι δυο τους ήταν μαζί, που εκείνη, με κάποιον τρόπο, του έβαζε κάποιο "εμπόδιο". Του έκρυβε κάτι, άλλαζε συμπεριφορά, ή φαινόταν ότι κάτι την πείραζε χωρίς να λέει τι, περιμένοντας τον Τάσο να το παίξει μέντιουμ και να βγάλει το φίδι από την τρύπα. "Άλλαζε κλειδαριά", δηλαδή. Και σα να μην έφτανε αυτό, κλείδωνε κιόλας και δεν του έδινε και το κλειδί. Και μετά εκείνος καθόταν μόνος, στο σκοτάδι, και στο κρύο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να μπει.
Η παλιά κλειδαριά. Αυτή ήταν κλειδαριά. Με τα τούτα της, με τα κείνα της, με τα ελαττώματά της, με τα όλα της. Με το να μην κλείνει καλά, με το να σκουριάζει. Κλειδαριά φυσική. Σαν και τον Τάσο. Σαν όλους μας. Ούτε δήθεν τελειότητες, ούτε υπεροπτικά ύφη. Ούτε να ντρέπεσαι να βάλεις το κλειδί σου μήπως και σε μαλώσει επειδή την λέρωσες. Όπως, ώρες - ώρες, ήταν η Τίνα, τότε που ήταν μαζί.
Γενικά όλα τα παλιά πράγματα, όλα τα παλιά έπιπλα και λοιπά άρεσαν στον Τάσο. Του φαινόντουσαν λίγο πιο "ανθρώπινα". Λίγο πιο φυσιολογικά. Συρτάρια που πιτσικάρουν, πόρτες που τρίζουν, τηλεοράσεις που χιονίζουν, παιδιά που χτυπάνε στο παιχνίδι ,ηλικιωμένοι που φοβούνται το θάνατο, έφηβοι που φοβούνται τον έρωτα.
Ούτε δηθενιές, ούτε τελειότητες, ούτε τίποτα. Φυσιολογική, απλή, ατελής ζωή. Με τα καλά της, με τα κακά, της με τα όλα της.
Ο ήχος ενός κλειδιού που μπαίνει σε μια ολοκαίνουρια κλειδαριά διέκοψε τη σκέψη του Τάσου. Κοίταξε δίπλα του. Ήταν ένας τύπος που δεν τον είχε ξαναδεί. Καινούριος γείτονας μάλλον. Ψηλός, μελαχροινός, μαύρισμα διακοπών, εξωφρενικά περιποιημένο μουσάκι. Ο Τάσος τον κοίταξε. Εκείνος του χαμογέλασε. Το χαμόγελό του ήταν αστραφτερό, σχεδόν τον τύφλωσε. Το μυαλό του Τάσου ταξίδεψε το παρελθόν σε εποχές αλλοτινές, σχεδόν ξεχασμένες.
" Α ΡΕ ΤΗΝΑΚΙ, ΓΙΑΤΙ, ΡΕ ΤΗΝΑΚΙ, ΓΙΑΤΙ ΡΕΕΕΕΕΕ;" φώναξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
"Γαμώτο" βρυχήθηκε και παράτησε τις δεκάδες βιοδιασπώμενες σακούλες και χαρτοσακούλες σουπερμάρκετ - μανάβικου και λοιπών εμπορικών που κρατούσε προκειμένου να ψάξει για τα κλειδιά του. Στην πόρτα της πολυκατοικίας Τάσου είχαν βάλει καινούρια κλειδαριά. Και αυτό το πράγμα τον εκνεύριζε.
Παλιά, με την άλλη κλειδαριά, η πόρτα στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν αλλιώς. Δεν έκλεινε καλά, πολλές φορές ξεχνιόταν ανοιχτή, άλλες φορές αρκούσε ένα απλό σπρώξιμο για ν' ανοίξει. Σχεδόν πάντα κατάφερνες να μπεις στην πολυκατοικία, χωρίς να κόψεις καν ταχύτητα από το γρήγορο βάδισμα που συνήθως έχεις όταν επιστρέφεις σπίτι. Η παλιά πολύτιμη κλειδαριά σου επέτρεπε να συνεχίσεις αβίαστα την βιαστική ζωή που όλοι οι κάτοικοι της πόλης υιοθετούν χωρίς λόγο. Η κλειδαρίτσα καθόταν εκεί και δεν σε ενοχλούσε. Σε άφηνε να ζήσεις στους ρυθμούς που εσύ ήθελες. Απλά συνυπήρχατε στον ίδιο χώρο. Κανείς δεν πείραζε κανέναν.
Μετά κάποιος [αχαρακτήριστος] -"πιθανότατα άτομο με εξουσία, ίσως ο διαχειριστής ή εκείνη η σκρόφα του πέμπτου που φωνάζει πολύ", σκεφτόταν ο Τάσος- αποφάσισε ν' αλλάξει την κλειδαριά της εισόδου της πολυκατοικίας. Έτσι χωρίς, να τον ρωτήσει. Ούτε αυτόν, ούτε και κανέναν άλλο. Στ'αρχίδια του.
Και κάπως έτσι ήρθε αυτή. Η καινούρια κλειδαριά. Πόσο την αντιπαθούσε ο Τάσος! Από τότε που πρωτομπήκε στεκόταν εκεί, αγέρωχη, γυαλιστερή, δήθεν τέλεια. Άμα την κοιτούσες πιο προσεκτικά, θα ορκιζόσουν ότι σε κοιτάει αφ' υψηλού. Σε κοιτούσε και ήσουν σίγουρος ότι σε μέτραγε, σε σύγκρινε σιωπηλά με τον εαυτό της. "Πώς είσαι έτσι; Κοίτα εμένα! Εγώ δεν έχω ελαττώματα! Είμαι τέλεια! Πώς τολμάς να με αντικρύζεις θνητέ; ". Σε έκανε να νιιώθεις σκουπίδι. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά και η καινούρια στο κάτω - κάτω δεν ήταν και πολύ καλύτερη από την παλιά. Θέλω να πω, στην ίδια πολυκατοικία οδηγούσαν.
Του Τάσου ώρες - ώρες του θύμιζε την Τίνα. Είναι φοβερό πως, μερικές φορές, τα πάντα του θύμιζαν την Τίνα. Ήταν κάποιες φορλες, τότε που οι δυο τους ήταν μαζί, που εκείνη, με κάποιον τρόπο, του έβαζε κάποιο "εμπόδιο". Του έκρυβε κάτι, άλλαζε συμπεριφορά, ή φαινόταν ότι κάτι την πείραζε χωρίς να λέει τι, περιμένοντας τον Τάσο να το παίξει μέντιουμ και να βγάλει το φίδι από την τρύπα. "Άλλαζε κλειδαριά", δηλαδή. Και σα να μην έφτανε αυτό, κλείδωνε κιόλας και δεν του έδινε και το κλειδί. Και μετά εκείνος καθόταν μόνος, στο σκοτάδι, και στο κρύο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να μπει.
Η παλιά κλειδαριά. Αυτή ήταν κλειδαριά. Με τα τούτα της, με τα κείνα της, με τα ελαττώματά της, με τα όλα της. Με το να μην κλείνει καλά, με το να σκουριάζει. Κλειδαριά φυσική. Σαν και τον Τάσο. Σαν όλους μας. Ούτε δήθεν τελειότητες, ούτε υπεροπτικά ύφη. Ούτε να ντρέπεσαι να βάλεις το κλειδί σου μήπως και σε μαλώσει επειδή την λέρωσες. Όπως, ώρες - ώρες, ήταν η Τίνα, τότε που ήταν μαζί.
Γενικά όλα τα παλιά πράγματα, όλα τα παλιά έπιπλα και λοιπά άρεσαν στον Τάσο. Του φαινόντουσαν λίγο πιο "ανθρώπινα". Λίγο πιο φυσιολογικά. Συρτάρια που πιτσικάρουν, πόρτες που τρίζουν, τηλεοράσεις που χιονίζουν, παιδιά που χτυπάνε στο παιχνίδι ,ηλικιωμένοι που φοβούνται το θάνατο, έφηβοι που φοβούνται τον έρωτα.
Ούτε δηθενιές, ούτε τελειότητες, ούτε τίποτα. Φυσιολογική, απλή, ατελής ζωή. Με τα καλά της, με τα κακά, της με τα όλα της.
Ο ήχος ενός κλειδιού που μπαίνει σε μια ολοκαίνουρια κλειδαριά διέκοψε τη σκέψη του Τάσου. Κοίταξε δίπλα του. Ήταν ένας τύπος που δεν τον είχε ξαναδεί. Καινούριος γείτονας μάλλον. Ψηλός, μελαχροινός, μαύρισμα διακοπών, εξωφρενικά περιποιημένο μουσάκι. Ο Τάσος τον κοίταξε. Εκείνος του χαμογέλασε. Το χαμόγελό του ήταν αστραφτερό, σχεδόν τον τύφλωσε. Το μυαλό του Τάσου ταξίδεψε το παρελθόν σε εποχές αλλοτινές, σχεδόν ξεχασμένες.
" Α ΡΕ ΤΗΝΑΚΙ, ΓΙΑΤΙ, ΡΕ ΤΗΝΑΚΙ, ΓΙΑΤΙ ΡΕΕΕΕΕΕ;" φώναξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Comments
Post a Comment