Πρώην
"Πάμε για κανά ποτό";
Η φωνή της ήταν βραχνή, αναμειγμένη με θόρυβο από τις ταλαιπωρημένες γραμμές του τηλεφώνου μου.
Στο άκουσμά της μετά από τόσο καιρό, το μυαλό μου πλημμύρισε με χιλιάδες ερωτήματα, αντιδράσεις, συναισθήματα. Όλα σχεδόν ξεχείλιζαν, ήθελαν να βγουν έξω, να ουρλιάξουν.
"Και δεν πάμε;", ήταν το μόνο που βγήκε έξω στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις.
"Κατά τις 9 είναι καλά;"
"ΟΚ".
Ο τόπος συνάντησης δεν ειπώθηκε στο τηλέφωνο. Υπέθεσα ότι θα ήταν η συνηθισμένη πλατεία. Όπως τότε.
Έφτασα εκεί 10 λεπτά πριν το ραντεβού. Όπως τότε.
Λίγα λεπτά μετά είχα καπνίσει πέντε τσιγάρα. Ή τόσα θα κάπνιζα πάνω στη φούρια μου, αν όντως κάπνιζα.
Είχα φτάσει στο σημείο να αναρωτιέμαι αν τελικά είχα υποθέσει λάθος για το σημείο του ραντεβού. Αν είχαν αλλάξει τόσα από τότε.
Την αμφιβολία μου καθησύχασε το αντίκρυσμα της σιλουέτας της να καλύπτει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πεδίου όρασής μου, καθώς πλησιάζε. Να έρχεται από τη συνηθισμένη κατεύθυνση, με τη συνηθισμένη ταχύτητα, με το συνηθισμένο κούνημα των γοφών.
Έφτασε όμορφη και καθυστερημένη. Πολύ όμορφη. Και πολύ καθυστερημένη. Ναι, όπως τότε.
"Γεια..." ψέλλισε καθώς έφτασε κοντά.
"Γεια.." απάντησα.
"Σόρρυ που άργησα".
"Δεν πειράζει".
Ανταλλάξαμε το -τυπικό- σταυρωτό φιλί.
Στο άγγιγμα των χειλιών στα μάγουλα, τα ερωτήματα, οι αντιδράσεις, τα συναισθήματα, άρχισαν να κοπανιούνται λυσσαλέα στα τοιχώματα του μυαλού μου.
Ήταν λες και ήθελαν να το γκρεμίσουν, να βγουν έξω, στον καθαρό αέρα, να ξεχυθούν και να εκφραστούν ελεύθερα, ανεμπόδιστα,να χορέψουν σ'ένα αχαλίνωτο πάρτυ, μακριά από την καταστολή της λογικής.
Τα ένιωθα να διοργανώνουν μια συγκλονιστική διαμαρτυρία με μεγάλης έκτασης επεισόδια με την αστυνομία του μυαλού μου, που μου προκαλούσαν πονοκέφαλο.
Δεν ξέρω τι απ'όλα αυτά που σκεφτόμουν έβγαινε προς τα έξω. Ήλπιζα μόνο να ήταν κάτι όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπές.
Κάπου εκεί αναρωτήθηκα τί συνέβαινε στο δικό της μυαλό.
"Πώς πάει;", ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα να ρωτήσω. Και την κοίταξα.
Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ανέκφραστο. Λες και είχε τοποθετήσει βαριές σκούρες κουρτίνες πίσω από τους αμφιβληστροειδείς της, που κάλυπταν το τί συνέβαινε από πίσω τους. Μου την έδινε εκείνο το βλέμμα. Ναι, ακόμη και τότε.
Δεν απάντησε. Δεν κοίταξε καν ακριβώς προς το μέρος μου. Μόνο προχώρησε, αμίλητη, προς μια κάποια κατεύθυνση. Και εγώ, σαν ένας κάποιος μαλάκας, την ακολούθησα. Αμίλητος, όπως και εκείνη.
"Πάμε για καμιά μπύρα εδώ κοντά;", ρώτησε, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει.
"Και δεν πάμε;", απάντησα.
Άνοιξα το βήμα μου, ώστε να βρίσκομαι τουλάχιστον δίπλα της και όχι πίσω της. Έτσι, για χάρη του παλιού καλού ( ;) καιρού.
Περπατήσαμε μέσα από τα στενά που συνηθίζαμε να κάνουμε βόλτα τότε. Που και που, γύριζα να τη κοιτάξω. Το βλέμμα της, πάντα ακαθόριστο, στρεφόταν κάπου απροσδιόριστα.
Πού, άραγε; Στο μέλλον; Σε κάποιες αναμνήσεις; Σε κάποια όνειρα; Σε κάποιο γκόμενο; Στη ζωή της τώρα; Τί σκεφτόταν;
Ερωτήσεις που ήξερα ότι δεν θα απαντηθούν σήμερα. Ούτε αύριο. Ούτε ποτέ.
Περπατούσαμε παράλληλα. Όπως τότε. Όπως πάντα, μάλλον.
Φαντάστηκα πώς θα φαινόμασταν από ψηλά με το πέρασμα του χρόνου. Σαν δυο ευθείες που εκτείνονται στο άπειρο,κάπου - κάπου πλησιάζουν, και λες "να! τώρα θα συναντηθούν!".
Αλλά αν μπορούσες να δεις στο άπειρο, θα έβλεπες ότι τελικά δεν έχουν ούτε ένα κοινό σημείο. Ούτε τότε. Ούτε τώρα. Ούτε μετά. Ούτε ποτέ.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σ'ένα μπαράκι. Σ'ένα από τα μπαράκια που πηγαίναμε. Ξέρεις. Τότε.
Όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα απλό, ήσυχο, μπαράκι. Που μέσα στα χρόνια είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Επειδή ήταν ένα από τα μπαράκια. Που πηγαίναμε.
Άνοιξα την πόρτα και περίμενα μέχρι να περάσει.
Την ξανακοίταξα. Με κοίταξε και αυτή. Το βλέμμα της απροσδιόριστο. Όπως και πριν. Προσπάθησα να τραβήξω τις κουρτίνες. Να δω τι υπάρχει μέσα.
Προσπάθησα να δω αν θυμάται. Αν αυτό το μπαρ τις ξυπνάει κάποιες αναμνήσεις. Αν αυτές οι αναμνήσεις τις ξυπνάνε κάτι. Αν τέλος πάντων έχει μείνει τίποτα, ή αν έχει περάσει μεταφορική και έχει μαζέψει τα πάντα από εκεί μέσα, τα έχει αμπαλάρει και τα 'χει στείλει στον αγύριστο.
Προσπάθησα, αλλά μάταια. Οι κουρτίνες αποδείχτηκαν πολύ βαριές.
Κάτσαμε σ'ένα μικρό τραπέζι στο βάθος. Παραγγείλαμε δυο μπύρες βαρέλι. Μεγάλες. Weiss εγώ, ξανθιά εκείνη. Όπως...Ναι. Ξέρεις. Μην στα ξαναλέω.
Ήπιαμε και μιλήσαμε. Συζήτηση τυπική. Αυστηρά τυπική.
Για τη δουλειά. Που ήταν κουραστική. Για τη ρουτίνα. Που ήταν ρουτίνα. Για τον χρόνο. Που δεν υπήρχε. Αυτά. Και μετά τέλος. Και μετά, σκατά.
Ούτε όνειρα. Ούτε στόχοι. Ούτε σκέψεις. Ούτε "μου έλειψες", έτσι για τυπικά. Ούτε τίποτα.
Λες και δεν είχαμε βρεθεί ποτέ αγκαλιά γυμνοί ανταλλάζοντας φόβους, επιθυμίες και όνειρα. Λες και δεν είχαμε τοποθετήσει ποτέ ο ενας τον τον άλλο νοητά έστω και σ'ένα μικρό, ελάχιστο, κομματάκι του μέλλοντός του.
Λες και δεν είχαμε.
Λες και δεν.
Ήπια τη μπύρα μου γρήγορα.
"Πάμε;", ρώτησα για, πρώτη φορά, πρώτος.
"Και δεν πάμε;", απάντησε εκείνη, ακολουθώντας πιστά το τελετουργικό της ημέρας.
Και πήγαμε. Και φτάσαμε πίσω. Στην πλατεία απ' όπου είχε ξεκινήσει η βραδιά μας. Στην πλατεία απ' όπου, κάποτε, είχαν ξεκινήσει όλα.
Πλησίασε για να μου δώσει ένα -τυπικό- σταυρωτό φιλί. Απομακρύνθηκα χωρίς καν να προλάβω να το σκεφτώ. Μία αυθόρμητη αντίδραση του συναισθήματος ενάντια στην τυπικότητα.
Μία μικρή νίκη του παρελθόντος ενάντια στο παρόν.
"Καληνύχτα", της είπα και απομακρύνθηκα.
"Καληνύχτα...", την άκουσα να απαντάει από πίσω.
Επέστρεψα σπίτι και ξάπλωσα στον καναπέ.
Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη και κοίταξα την οθόνη του. Από συνήθεια. Ή από ελπίδα.
Μηδέν εισερχόμενα. Πλήρως αναμενόμενα.
"Σκατά", σκέφτηκα.
Ήμουν εκνευρισμένος.
Πάντα με εκνεύριζαν αυτές οι -τυπικές- συναντήσεις.
Η φωνή της ήταν βραχνή, αναμειγμένη με θόρυβο από τις ταλαιπωρημένες γραμμές του τηλεφώνου μου.
Στο άκουσμά της μετά από τόσο καιρό, το μυαλό μου πλημμύρισε με χιλιάδες ερωτήματα, αντιδράσεις, συναισθήματα. Όλα σχεδόν ξεχείλιζαν, ήθελαν να βγουν έξω, να ουρλιάξουν.
"Και δεν πάμε;", ήταν το μόνο που βγήκε έξω στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις.
"Κατά τις 9 είναι καλά;"
"ΟΚ".
Ο τόπος συνάντησης δεν ειπώθηκε στο τηλέφωνο. Υπέθεσα ότι θα ήταν η συνηθισμένη πλατεία. Όπως τότε.
Έφτασα εκεί 10 λεπτά πριν το ραντεβού. Όπως τότε.
Λίγα λεπτά μετά είχα καπνίσει πέντε τσιγάρα. Ή τόσα θα κάπνιζα πάνω στη φούρια μου, αν όντως κάπνιζα.
Είχα φτάσει στο σημείο να αναρωτιέμαι αν τελικά είχα υποθέσει λάθος για το σημείο του ραντεβού. Αν είχαν αλλάξει τόσα από τότε.
Την αμφιβολία μου καθησύχασε το αντίκρυσμα της σιλουέτας της να καλύπτει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πεδίου όρασής μου, καθώς πλησιάζε. Να έρχεται από τη συνηθισμένη κατεύθυνση, με τη συνηθισμένη ταχύτητα, με το συνηθισμένο κούνημα των γοφών.
Έφτασε όμορφη και καθυστερημένη. Πολύ όμορφη. Και πολύ καθυστερημένη. Ναι, όπως τότε.
"Γεια..." ψέλλισε καθώς έφτασε κοντά.
"Γεια.." απάντησα.
"Σόρρυ που άργησα".
"Δεν πειράζει".
Ανταλλάξαμε το -τυπικό- σταυρωτό φιλί.
Στο άγγιγμα των χειλιών στα μάγουλα, τα ερωτήματα, οι αντιδράσεις, τα συναισθήματα, άρχισαν να κοπανιούνται λυσσαλέα στα τοιχώματα του μυαλού μου.
Ήταν λες και ήθελαν να το γκρεμίσουν, να βγουν έξω, στον καθαρό αέρα, να ξεχυθούν και να εκφραστούν ελεύθερα, ανεμπόδιστα,να χορέψουν σ'ένα αχαλίνωτο πάρτυ, μακριά από την καταστολή της λογικής.
Τα ένιωθα να διοργανώνουν μια συγκλονιστική διαμαρτυρία με μεγάλης έκτασης επεισόδια με την αστυνομία του μυαλού μου, που μου προκαλούσαν πονοκέφαλο.
Δεν ξέρω τι απ'όλα αυτά που σκεφτόμουν έβγαινε προς τα έξω. Ήλπιζα μόνο να ήταν κάτι όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπές.
Κάπου εκεί αναρωτήθηκα τί συνέβαινε στο δικό της μυαλό.
"Πώς πάει;", ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα να ρωτήσω. Και την κοίταξα.
Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ανέκφραστο. Λες και είχε τοποθετήσει βαριές σκούρες κουρτίνες πίσω από τους αμφιβληστροειδείς της, που κάλυπταν το τί συνέβαινε από πίσω τους. Μου την έδινε εκείνο το βλέμμα. Ναι, ακόμη και τότε.
Δεν απάντησε. Δεν κοίταξε καν ακριβώς προς το μέρος μου. Μόνο προχώρησε, αμίλητη, προς μια κάποια κατεύθυνση. Και εγώ, σαν ένας κάποιος μαλάκας, την ακολούθησα. Αμίλητος, όπως και εκείνη.
"Πάμε για καμιά μπύρα εδώ κοντά;", ρώτησε, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει.
"Και δεν πάμε;", απάντησα.
Άνοιξα το βήμα μου, ώστε να βρίσκομαι τουλάχιστον δίπλα της και όχι πίσω της. Έτσι, για χάρη του παλιού καλού ( ;) καιρού.
Περπατήσαμε μέσα από τα στενά που συνηθίζαμε να κάνουμε βόλτα τότε. Που και που, γύριζα να τη κοιτάξω. Το βλέμμα της, πάντα ακαθόριστο, στρεφόταν κάπου απροσδιόριστα.
Πού, άραγε; Στο μέλλον; Σε κάποιες αναμνήσεις; Σε κάποια όνειρα; Σε κάποιο γκόμενο; Στη ζωή της τώρα; Τί σκεφτόταν;
Ερωτήσεις που ήξερα ότι δεν θα απαντηθούν σήμερα. Ούτε αύριο. Ούτε ποτέ.
Περπατούσαμε παράλληλα. Όπως τότε. Όπως πάντα, μάλλον.
Φαντάστηκα πώς θα φαινόμασταν από ψηλά με το πέρασμα του χρόνου. Σαν δυο ευθείες που εκτείνονται στο άπειρο,κάπου - κάπου πλησιάζουν, και λες "να! τώρα θα συναντηθούν!".
Αλλά αν μπορούσες να δεις στο άπειρο, θα έβλεπες ότι τελικά δεν έχουν ούτε ένα κοινό σημείο. Ούτε τότε. Ούτε τώρα. Ούτε μετά. Ούτε ποτέ.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σ'ένα μπαράκι. Σ'ένα από τα μπαράκια που πηγαίναμε. Ξέρεις. Τότε.
Όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα απλό, ήσυχο, μπαράκι. Που μέσα στα χρόνια είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Επειδή ήταν ένα από τα μπαράκια. Που πηγαίναμε.
Άνοιξα την πόρτα και περίμενα μέχρι να περάσει.
Την ξανακοίταξα. Με κοίταξε και αυτή. Το βλέμμα της απροσδιόριστο. Όπως και πριν. Προσπάθησα να τραβήξω τις κουρτίνες. Να δω τι υπάρχει μέσα.
Προσπάθησα να δω αν θυμάται. Αν αυτό το μπαρ τις ξυπνάει κάποιες αναμνήσεις. Αν αυτές οι αναμνήσεις τις ξυπνάνε κάτι. Αν τέλος πάντων έχει μείνει τίποτα, ή αν έχει περάσει μεταφορική και έχει μαζέψει τα πάντα από εκεί μέσα, τα έχει αμπαλάρει και τα 'χει στείλει στον αγύριστο.
Προσπάθησα, αλλά μάταια. Οι κουρτίνες αποδείχτηκαν πολύ βαριές.
Κάτσαμε σ'ένα μικρό τραπέζι στο βάθος. Παραγγείλαμε δυο μπύρες βαρέλι. Μεγάλες. Weiss εγώ, ξανθιά εκείνη. Όπως...Ναι. Ξέρεις. Μην στα ξαναλέω.
Ήπιαμε και μιλήσαμε. Συζήτηση τυπική. Αυστηρά τυπική.
Για τη δουλειά. Που ήταν κουραστική. Για τη ρουτίνα. Που ήταν ρουτίνα. Για τον χρόνο. Που δεν υπήρχε. Αυτά. Και μετά τέλος. Και μετά, σκατά.
Ούτε όνειρα. Ούτε στόχοι. Ούτε σκέψεις. Ούτε "μου έλειψες", έτσι για τυπικά. Ούτε τίποτα.
Λες και δεν είχαμε βρεθεί ποτέ αγκαλιά γυμνοί ανταλλάζοντας φόβους, επιθυμίες και όνειρα. Λες και δεν είχαμε τοποθετήσει ποτέ ο ενας τον τον άλλο νοητά έστω και σ'ένα μικρό, ελάχιστο, κομματάκι του μέλλοντός του.
Λες και δεν είχαμε.
Λες και δεν.
Ήπια τη μπύρα μου γρήγορα.
"Πάμε;", ρώτησα για, πρώτη φορά, πρώτος.
"Και δεν πάμε;", απάντησε εκείνη, ακολουθώντας πιστά το τελετουργικό της ημέρας.
Και πήγαμε. Και φτάσαμε πίσω. Στην πλατεία απ' όπου είχε ξεκινήσει η βραδιά μας. Στην πλατεία απ' όπου, κάποτε, είχαν ξεκινήσει όλα.
Πλησίασε για να μου δώσει ένα -τυπικό- σταυρωτό φιλί. Απομακρύνθηκα χωρίς καν να προλάβω να το σκεφτώ. Μία αυθόρμητη αντίδραση του συναισθήματος ενάντια στην τυπικότητα.
Μία μικρή νίκη του παρελθόντος ενάντια στο παρόν.
"Καληνύχτα", της είπα και απομακρύνθηκα.
"Καληνύχτα...", την άκουσα να απαντάει από πίσω.
Επέστρεψα σπίτι και ξάπλωσα στον καναπέ.
Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη και κοίταξα την οθόνη του. Από συνήθεια. Ή από ελπίδα.
Μηδέν εισερχόμενα. Πλήρως αναμενόμενα.
"Σκατά", σκέφτηκα.
Ήμουν εκνευρισμένος.
Πάντα με εκνεύριζαν αυτές οι -τυπικές- συναντήσεις.
Comments
Post a Comment