Συμμαθητές
Οι συμμαθητές μου
μεγάλωσαν με Σεφερλή. Είπαμε, δεν είχε και πολλά να δεις ο τόπος.
Στα διαλείμματα γελούσαν, φώναζαν « α χα καλό ε!», το προαύλιο γέμιζε
ανέκδοτα,χαχανητά και ουρλιαχτά.
Οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή.
Τρελαινόντουσαν
για πειράγματα.
Έκαναν φάρσες στους καθηγητές, φώναζαν ο ένας τον άλλο «πούστη», προσπαθούσαν
να δουν τι κρύβει φουστάνι της Μαιρούλας.
Οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή. Έδειραν έναν Αλβανό μαθητή, και ύστερα,
μεγάλωσαν.
Απογοητεύτηκαν.
Έψαξαν για μία θέση στο δημόσιο, ένα ρουσφέτι,μία μετάθεση. Έψαξαν, μα δεν
βρήκαν.
Κούνησαν μια πράσινη σημαία, και ύστερα, μια μπλε, χαιρέτισαν
ναζιστικά,κατηγόρησαν τους ξένους, αισθάνθηκαν ντροπή, και ύστερα περηφάνεια,
και ξανά ντροπή, παντρεύτηκαν την Μαιρούλα,πήραν δάνειο,ένα δυάρι,πούλησαν το
παπάκι για ένα μεταχειρισμένο αμάξι,έκαναν ένα παιδί,ήθελαν ακόμη ένα,γιατί δεν
κάνουμε ακόμη ένα γαμώτο, γιατί δεν κάνεις ποτέ αυτό που θέλω εγώ, μόνο
εγώ,εγώ,εγώ, πάντα μόνο «εγώ» ακούω,
αλλά πότε «εσύ», «εμείς»,τί είναι αυτά, πάλι τα ίδια έχουμε,τι σημαίνει
ίδια,ξέρεις τι σημαίνει ίδια,όχι δεν ξέρω, ρώτα την μάνα σου, αυτή ξέρει-
οι συμμαθητές μου
έπιναν μπύρες μπροστά σε μια χιονισμένη τιβί.
Η Μαιρούλα βρέθηκε νεκρή. Με μάτια μπλαβί.
Η γειτονιά είχε σοκαριστεί.
Οι συμμαθητές μου
ήταν ήσυχα παιδιά, δεν είχαν δώσει ποτέ δικαιώματα.
Γιατί οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή.
Είπαμε, τότε δεν είχε πολλά να δεις ο τόπος.
Comments
Post a Comment