Κουρσκ

Και περνάνε τα χρόνια.
Και τί καταφέραμε, μου λες;
Για ποιόν πεθάναμε, μου λές;

Έρμαια απόψεων άλλων ήμασταν πάντοτε,
έρμαια κορμιά.

Να ξυπνήσεις,
να πας στη δουλειά,
να ξυριστείς,
να σε δει ο διοικητής,
να σε χαϊδέψει φιλικά στην πλάτη,
και ίσως,
λέω ίσως,
να σου δώσει καμιά τιμητική.

Το βλέμμα καρφωμένο στο ρολόι,
βλέπεις τους δείχτες να γλιστράνε,
κι εύχεσαι μόνο να κάναν πιο γρήγορα,
να περάσουν τα λεπτά,
να περάσουν οι ώρες,
να ησυχάσουν οι σκέψεις,
να σταματήσουν οι βόμβες.

Και ύστερα,
μόλις νυχτώσει,
να γυρίσεις σπίτι,
και,
νωχελικά,
τα πόδια στο τραπέζι,
ανοίγεις τηλεόραση,
θεατής σε ψεύτικες ζωές άλλων.

Στο κρεβάτι σου,
ξυπνάς ιδρωμένος,
και συνειδητοποιείς,
ότι τον χειρότερο εφιάλτη
ξύπνιος τον αντικρύζεις:
μάθαμε να επιβιώνουμε,
της ψιθυρίζεις,
και ξεχάσαμε να ζούμε. 

Προχθές,
άγγιξα έναν άνθρωπο.
Ήταν αληθινός.
Ανάμνηση αρκετή,
για να με κάνει να αντέξω,
άλλη μια νύχτα στην κουκέτα του στρατοπέδου
της ζωής,
ενώ περιμένω,
την αντεπίθεση.





Comments

Post a Comment