Η βόλτα

*Νύχτα. Μακρινό πλάνο. Στο κέντρο φαίνεται παράθυρο πολυκατοικίας. Αναμένο κίτρινο φως. Το σκούρο μπλε φως που καλύπτει την πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το διαμέρισμα με το αναμμένο φως, ξεχύνεται στους δρούμους, μπλέκει με το πορτοκαλί φως των λαμπών, συμπληρώνοντας την πανέμορφη χρωματική παλέτα του αστικού τοπίου.

ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ! 


Ένα κουδούνισμα από τηλέφωνο ταράσσει τη σιωπή της νύχτας. Η κοπέλα του διαμερίσματος με το αναμμένο φως, σηκώνεται νωχελικά. Παραπατώντας σαν μωρό που κάνει τα πρώτα βήματά του στη γη, προχωράει προς την πηγή του ήχου ψαχουλεύοντας για να βρει το δρόμο της. Με μισόκλειστα μάτια, γυμνή, όμορφη, αθώα. Όπως ένα μωρό που κάνει τα πρώτα βήματά του στη γη.*

-Παρακαλώ;
-Γεια. Σε ξύπνησα;


*Χασμουρητό*

-Ναι. 
-Συγγνώμη.
-Δεν πειράζει. Τί κάνεις;

-Σκεφτόμουν.
-Τί σκεφτόσουν;

-Σκεφτόμουν ότι τα πορτοκαλί φώτα της πόλης, φαίνονται πολύ όμορφα αυτή την ώρα. Μήπως θες να πάμε μια βόλτα; 

*Παύση*

-Άμα δε θες...
-Εντάξει. πάμε.

*Κλικ*


Ένας άντρας. Δεν έχει σημασία ποιος, που, πότε, πως. Απλά ένας. Και αυτή. Η κοπέλα από το διαμέρισμα με το αναμμένο φως. Μια κοπέλα. Σε δέκα λεπτά είναι και οι δύο κάτω από το σπίτι της. Χέρια προτείνονται. Χέρια πιάνονται. Πόδια ξεκινάν. Δυο σώματα περπατάνε. Μακρινό πλάνο. Πορτοκαλί φώτα της πόλης. Σκούρο μπλε φως του ξημερώματος. Δυο σώματα περπατάνε αγκαλιά. Μουσική. Τέλος.

Σε δύο διπλανά καθίσματα του σινεμά επικρατεί μια μικρή αναστάτωση. Κλασσικές αντιδράσεις που προκαλούνται από τα άβολα μαξιλάρια και από την αμηχανία του πρώτου ραντεβού. Κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους της ταινίας, διστακτικά βλέμματα ανταλάσσονται.

-Πώς σου φάνηκε;
-Ωραία. Εσένα;
-Πολύ καλή.

Και ύστερα, σιωπή. Διαδρομή λίγων δευτερολέπτων μέχρι την έξοδο του κινηματογράφου χωρίς συζήτηση. Κάποια διστακτικά, έως αμήχανα βλέμματα. Τη σιωπή διαταράσσει εκείνος:

-Λοιπόν;
-Τί λοιπόν;
-Τα φώτα της πόλης...Πάμε μια βόλτα;

*Γελάκια*

-Δεν ξέρω...Είναι λίγο αργά...Έχω και μια δουλειά το πρωί...Άλλη φορά ίσως!
-Ναι, άλλη φορά!

 Ένα διστακτικό και αμήχανο σταυρωτό φιλί. Και αποχωρισμός.

Κάμποσα λεπτά αργότερα, μόνοι, στα διαμερίσματά τους με αναμμένα φώτα, εκείνος και εκείνη νοσταλγούν την ταινία που είχαν δει. Και στενοχωριούνται που δε ζουν σε μία πραγματικότητα όπως εκείνη του κινηματογράφου.


Comments