Τρύπες

Τρύπες. Παντού τρύπες. Και μουσική. Και τρύπες. Και μουσική.

Αφέθηκε σε μια ελεύθερη πτώση προς το λευκό στρώμα που κείτοταν στο πάτωμα.
 Ένιωσε πως αυτό βούλιαζε, πως εκείνη χανόταν μέσα του, σε μια περίεργη διαστρέβλωση του χώρου και του χρόνου.
Αισθάνθηκε πως ο χώρος γύρω από αυτή, γύρω από το στρώμα στο πάτωμα, στροβιλιζόταν γρήγορα, πιο γρήγορα από τη γη, πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο γρήγορα που ο χρόνος γυρνούσε πίσω, εκείνη γινόταν νεότερη, σχεδόν μωρό, έμβρυο, σαν να μην υπήρχε πια.

Γύρισε το κεφάλι της, βαρύ σα χίλιους τόνους, μέσα στην αλλόκοσμη δίνη.
 Έτεινε το χέρι της προσπαθόντας να αγγίξει το κορμί που βρισκόταν, ή που νόμιζε ότι θα βρισκόταν, δίπλα της.

Εκείνος ήταν σχεδόν διάφανος, μια σκιά, κάτι μεταξύ του κόσμου του αισθητού και του κόσμου του ανεπαίσθητου. Μια ετοιμόρροπη  γέφυρα μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας. Του παρελθόντος με το παρόν.
Ήταν άραγε πραγματικός; Ή μήπως τον είχε ονειρευτεί εξαρχής;
Η απόσταση ανάμεσα στο χέρι και στο ημιδιάφανο σώμα φάνηκε τεράστια, αγεφύρωτη.
Το χέρι της ξεψύχησε κιαυτό στην προσπάθεια και χάθηκε στο στρόβιλο, μαζί με τη ψυχή της.

Προσπάθησε να φωνάξει, να κλάψει με το κλάμμα της παιδικής ηλικίας που συναντούσε πάλι στο χωροχρονικό ταξίδι της, αλλά σαν η φωνή της να ήταν παγιδευμένη σε κάποια άλλη διάσταση, μακρινή.
Διαφορετική από αυτή που βρισκόταν το σώμα. Διαφορετική από αυτή που βρισκόταν η ψυχή.Διαφορετική από αυτή που βρισκόταν εκείνος. Αν υπήρχε εκείνος.

Και τελικά, αφέθηκε. Να βουλιάξει στο στρώμα που τη ρουφούσε. Στη χωροχρονική δίνη. Στην άλλη διάσταση. Στον άλλο κόσμο. Στη λήθη.

Έκλεισε τα μάτια.


Γύρω της, τρύπες. Πάνω της, τρύπες. Παντού τρύπες. Και γκαζάκια. Και γυάλινοι σωλήνες, και κουτάλια, και λάστιχα.
Και μουσική. Και τρύπες. Και μουσική.






Comments