Σε είδα
καθισμένη στο μάρμαρο σε έξοδο του Μετρό να παίζεις με τα κουμπιά της φωτογραφικής σου μηχανής και να κουνάς χαριτωμένα τα πόδια σου πέρα δώθε και ύστερα να ξαπλώνεις στο γρασίδι κάποιου πάρκου κάποιας Πανεπιστημίουπολης και κοιτώντας τον ουρανό αφήνοντας τον χρόνο να κυλάει, χωρίς να σε ακουμπάει, χωρίς να σε νοιάζει, βλέποντας κάποια ταινία σε κάποιο μικρό σινεμά, που χωράει βία άλλους δυο - τρεις ανθρώπους, και ύστερα να διαφωνείς με μανία για το τί ήθελε να πει ο σκηνοθέτης πίσω από αυτά που τελικά είπε και με τους τρεις, κουνώντας τα χέρια σου με μανία, καθώς έτρεχες να με πιάσεις, μεθυσμένη σε κάποιο σοκάκι του κέντρου, σ' ένα κυνηγητό που μόνο εμείς οι δύο θα ξέραμε πώς παίζεται, και μετά να πετάγεσαι πάνω μου και να με σφιχταγκαλιάζεις όταν αρχίζει η δυνατή μπόρα, και εμείς πιασμένοι χέρι - χέρι παρατηρούμε τον κόσμο να βιάζεται να προστατευθεί, ενώ εμείς περπατάμε αργά, βλέποντας τον χρόνο να περνάει, τις μέρες να κυλούν, αφήνοντάς μας ανέπαφους, γιατί ε...