O Βασιλιάς του Τίποτα

Ο Βασιλιάς του Τίποτα κάθισε στον ανύπαρκτό του θρόνο και ζήτησε να τοποθετήσουν στο κεφάλι του το υποθετικό του στέμμα.

Ύστερα, αγνάντεψε το βασίλειο που δεν είχε.

Κοίταξε πέρα, τη θάλασσα, το λειβάδι, το λεκανοπέδιο, μέχρι και τα βουνά που δεν υπήρχαν. Είδε τους υπηκόους που δεν είχε και τα ζώα που γέμιζαν τα βοσκοτόπια που δεν ήταν δικά του. Πάνω στα βουνά φαντάστηκε τα μεταλλωρυχεία που έκαναν τη χώρα που δεν του άνηκε ακόμη πιο πλούσια.

Ο Βασιλιάς του Τίποτα επικεντρώθηκε στα υποθετικά χωριά του βασιλείου του. Εκεί είδε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα και όλο το βασίλειο να είναι ευτυχισμένο και να ευημερεί.

Ο Βασιλιάς του Τίποτα χαμογέλασε πλατιά.

Δεν ήταν ηλίθιος. Ήξερε ότι τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Ήξερε ακόμη ότι ό,τι υπήρχε δεν ήταν δικό του. Όμως είχε μάθει στη ζωή του να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Ή και με αυτά που δεν έχει.

Comments