Σολάκι
Η δίφυλλη πόρτα έτριξε και άνοιξε διάπλατα. Ένα σύννεφο καπνού από τσιγάρo υψωνόταν και γέμιζε αποπνικτικά τον υποφωτισμένο χώρο. Ο Φώτης προχώρησε προς την μπάρα όπως συνήθιζε να κάνει πριν πολλά χρόνια. Κοίταξε γύρω του. Μέσα στον χώρο, ροκάδες κάθε εποχής, γενιάς και ηλικίας. Πάνω στους τοίχους φωτογραφίες από τύπους με μαλλιά, μούσια, περίεργα ρούχα. κιθάρες, μπαγκέτες. Τοποθετημένες με ευλάβεια, συνέθεταν ένα μοναδικό, ιδιαίτερο εικονοστάσιο, φόρο - τιμής στους "Αγίους της Ροκ". Πέτσινα, αλυσίδες, τατουάζ, περίεργες γκριμάτσες, πάνω στους τοίχους και πάνω στις καρέκλες, συνέθεταν μια εικόνα από άλλη εποχή. Ή, καλύτερα, μια εικόνα έξω από τις εποχές: μια εικόνα αναλλοίωτη στον χρόνο. Κάθισε σε ένα σκαμπό, παρήγγειλε βότκα με 2 παγάκια και κοίταξε το σταματημένο ρολόι πάνω από το ράφι με τα ποτά. Οι υποψίες περί σχέσης χρόνου και μπαρ επιβεβαιωνόντουσαν. Τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του διέκοψε ο μπάρμαν: "Φώτη, ωραίο σολάκι ε;" Ο Φώτης κοίταξε τ