Mute

Ξυπνάς και τινάζεσαι απότομα ιδρωμένος, από αυτούς τους λόγους που ύστερα συνειδητοποιείς ότι γεννιούνται και πεθαίνουν αποκλειστικά στο μυαλό σου.

Το χνώτο σου ποτίζει την ατμόσφαιρα με κάτι της χθεσινής νύχτας που θες να ξεχάσεις, που ήπιες επειδή ακριβώς ήθελες να ξεχάσεις.

Πηγαίνεις στην κουζίνα και προσπαθείς μάταια να ξεγελάσεις τη δίψα σου. Τα χείλη σου ξεραίνονται μετά από δυο δευτερόλεπτα, όμοια με φλογισμένη έρημο. Δεν είναι το νερό αυτό που θα σε ξεδιψάσει, σκέφτεσαι.

Μες στην παραζάλη σου, συνειδητοποιείς ότι  οι λέξεις είναι ορειβάτες που κάνουν ελεύθερη κατάβαση από το στόμα σου, όμως τα σκοινιά ασφαλείας τους τις αναγκάζουν απλά να κρέμονται εκεί, και να μην πέφτουν κάτω, στο κόσμο, στη ζωή και να πεθαίνουν και αυτές εκεί, κρεμασμένες στην αιωνιότητα.

Ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει εκείνο το λιγοστό φως που συνοδεύει το διάστημα ανάμεσα στην νύχτα  και στην μέρα κάνοντας σε να αναρωτιέσαι αν τελικά ξημερώνει ή αν νυχτώνει.

Στα απέναντι παράθυρα, των απέναντι πολυκατοικιών, στην πλατεία, στους γύρω δρόμους, στον γύρω κόσμο, βλέπεις ανθρώπους. Εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους που στέκονται, περπατούν και ζουν με ανοιχτό το στόμα, ανθρώπους που ουρλιάζουν σιωπηλά.

Και εσύ τότε ψάχνεις αμήχανα στις τσέπες σου για εκείνο το μαγικό κουμπάκι που βγάζει το "mute".


Comments

Post a Comment